20073261145_anw_akro_prosthia 200732611421_anw_akro_opisthia anw_akro

Παθήσεις ωμικής ζώνης

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ

Ξεκινάμε πάντοτε από το ιστορικό. Τα συμπτώματα είναι: πόνος, δυσκαμψία, παραμόρφωση, απώλεια λειτουργικότητας.

Ο πόνος: η περιοχή του ώμου αποτελεί εστία πόνου που αντανακλά από την ίδια την άρθρωση του ώμου ή από τον αυχένα, την καρδιά, το μεσοθωράκιο και το διάφραγμα.

Επώδυνος ώμος:

  • Αντανακλαστικός πόνος (άλγος):

–       Αυχενική σπονδύλωση

–       Παθολογία μεσοθωρακίου

–       Ισχαιμία μυοκαρδίου

  • Διαταραχές της άρθρωσης (εκφυλιστικές αλλοιώσεις):

–       Γλυνοβραχιόνιος αρθρίτιδα

–       Ακρωμιοκλειδική αρθρίτιδα

  • Διαταραχές τενόντιου πετάλου:

–       Τενοντίτιδα

–       Ρήξη

–       Παγωμένος ώμος ( frozen shoulder)

Δυσκαμψία: προοδευτική και έντονη.

Απώλεια λειτουργικότητας: Εκφράζεται με την αδυναμία του χεριού να φτάσει την ωμοπλάτη (πχ κούμπωμα σουτιέν) ή να χτενίσει τα μαλλιά στο κεφάλι.

Επισκόπηση: παρουσία ουλών, ψηλάφηση ογκιδίων ή θερμού δέρματος.

ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
  • Προσθιοπίσθια ακτινογραφία
  • Διαμασχαλιαία ακτινογραφία
  • Αληθής πλάγια ακτινογραφία
  • CT ώμου, 3DCT
  • MRI ώμου σε τρία επίπεδα
  • Υπέρηχος ώμου σε τρία επίπεδα

Αρθροσκόπηση: είναι μία επεμβατική μέθοδος η οποία γίνεται για την εξέταση και για τη διάγνωση ενδαρθρικών βλαβών, επιχείλιου χόνδρου, ρήξη τενόντιου πετάλου και για θεραπευτική συρραφή και αποκατάσταση στον ίδιο χρόνο.

Διαταραχές στροφικού πετάλου (Rotator Cuff)

Το  τενόντιο πέταλο: (όπως αλλιώς λέγεται) είναι το πέταλο των στροφέων μυών του ώμου, το οποίο είναι μια απονεύρωση από κοινούς καταφυτικούς τένοντες σε στενή συνάφεια με τον αρθρικό θύλακο, που καταφύεται στο μείζων βραχιόνιο όγκωμα.

Το πέταλο σχηματίζεται από τους: πρόσθιος υποπλάτιος μυς, άνω υπερακάνθιος, υπακάνθιος, ελάσσων και μείζων στρογγύλος. Αυτοί είναι οι στροφείς του πετάλου οι οποίοι έχουν  μεγάλη σημασία διότι σταθεροποιούν την κεφαλή του βραχιονίου στην ωμογλύνη. Τοξοειδώς πάνω από το στροφικό πέταλο υπάρχει ανατομικά ένας οστεοϊνώδης θόλος ή ‘κορακοακρωμιακή αψίδα’ που αποτελείται οπισθίως από το ακρώμιο και προσθίως από την κορακοειδή απόφυση, και του κορακοακρωμιακού συνδέσμου που τα συνδέει. Μεταξύ του πετάλου και της κορακοακρωμιακής αψίδας υπάρχει ο υπακρωμιακός θύλακος που επιτρέπει να ολισθαίνει ο ώμος.

Επώδυνες βλάβες: εκφυλιστικού ή μη τύπου των δομών αυτών, επιφέρουν ανώμαλη και αδέξια κινητικότητα του ώμου.

Τα κυρίως κλινικά σύνδρομα είναι:

  1. Οξεία τενοντίτιδα (ασβεστοποιός ή μη)
  2. Χρόνια τενοντίτιδα (σύνδρομο υποακρωμικής προστριβής)
  3. Ρήξεις του τενόντιου πετάλου
  4. Συμφητική θυλακίτιδα
  5. Παθήσεις των τενόντων του δικεφάλου
1.Οξεία ασβεστοποιός τενοντίτιδα:

Πρόκειται για φλεγμονή του τένοντα του υπερακάνθιου όπου μπορεί απότομα να εμφανιστούν εναποθέσεις αλάτων ασβεστίου. Οι επασβεστώσεις μπορεί να απορροφηθούν από τον οργανισμό μετά από μερικές εβδομάδες ή να παραμείνουν για αρκετά χρόνια.

Κλινική εικόνα: ο ασθενής είναι συνήθως ενήλικας 30-60 ετών και παραπονείται μετά από υπερβολική χρήση στην άρθρωση του ώμου. Το άλγος είναι κυρίως νυκτερινό και ξυπνά τον ασθενή από τον ύπνο. Σταδιακά ο πόνος ελαττώνεται και επανέρχεται στο φυσιολογικό.

Ακτινολογικά: η βλάβη ανευρίσκεται κυρίως δίπλα στο βραχιόνιο όγκωμα με μικρή εναπόθεση ασβεστίου.

Θεραπεία: εάν τα συμπτώματα δεν είναι πολύ έντονα, το άκρο αναπαύεται σε μια τρίγωνη ανάρτηση και χορηγούνται μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα.

Εάν τα συμπτώματα δεν υποχωρήσουν και σταδιακά επιδεινωθούν, γίνεται έγχυση κορτικοστεροειδών και ξυλοκαϊνης (τοπικό αναισθητικό), μία έγχυση κάθε εβδομάδα και συνολικά μέχρι τρεις ενέσεις. Σε σοβαρή επιδείνωση των συμπτωμάτων γίνεται χειρουργική εξαίρεση της επασβέστωσης είτε ανοικτά είτε αρθροσκοπικά.

2. Χρόνια τενοντίτιδα του υπερακανθίου (σύνδρομο υπακρωμιακής προστριβής):

Η υπερβολική χρήση και οι μικρορήξεις στο τενόντιο πέταλο καθώς και η προστριβή που δέχεται από την κορακοακρωμιακή αψίδα κατά την απαγωγή μπορεί να παίζει κάποιο ρόλο στη διαδικασία αυτή και στη δημιουργία της χρόνιας τενοντίτιδα. Επίσης αιτία προστριβής μπορεί να είναι ο σχηματισμός οστεοφύτων στην επιφάνεια της ακρωμιοκλειδικής άρθρωσης.

Κλινική εξέταση: άλγος στον ώμο κάτω από τον δελτοειδή μυ. Τοπικά ψηλαφητή ευαισθησία κατά την απαγωγή από τις 60ο-120ο : ‘σύνδρομο επώδυνου τόξου’.

Απεικονιστικά:

  • Ακτινολογικά μπορεί να φανεί επασβέστωση
  • ECHO: μπορεί να φανεί εκφύλιση του υπερακάνθιου τενόντος
  • MRI: εκφύλιση του rotator cuff

Εάν δε διορθωθεί μπορεί να οδηγήσει σε αστάθεια της γλυνοβραχιονίου άρθρωσης.

Θεραπεία: φαρμακευτική αγωγή, φυσικοθεραπεία και επί εμμονής των συμπτωμάτων οδηγούμαστε στο χειρουργείο.

Χειρουργείο: Ακρωμιοπλαστική, εκτομή των κορακοακρωμιακών συνδέσμων, εκτομή των οστεοφύτων και επισκευή του στροφικού πετάλου. Η χειρουργική θεραπεία μπορεί να γίνει ανοικτά ή κλειστά (αρθροσκοπικά).

3. Ρήξεις τενόντιου πετάλου των στροφέων:

Μερική ρήξη: είναι αποτέλεσμα συνήθως επί εδάφους τενοντίτιδος rotator cuff.

Η μικρορήξη μπορεί να είναι αιτία της τενοντίτιδας και έτσι έχουμε έναν φαύλο κύκλο: τενοντίτιδος, υπακρωμιακής προστριβής και μικρορήξεων, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν και σε μεγαλύτερες ρήξεις έως και σε πλήρη ρήξη.

Η μερική ρήξη και οι μικρορήξεις μπορεί να επιδιορθωθούν από μόνες τους λόγω του ότι οι άθικτες ίνες του τένοντα λειτουργούν ως υπόστρωμα για την επιδιόρθωση τους. Η πλήρης ρήξη δεν διορθώνεται από μόνη της και θα πρέπει να επέμβουμε χειρουργικά.

Κλινική εικόνα: ο ασθενής είναι συνήθως 45-75 ετών. Κατά την έγερση βάρους και υπό αντίσταση αισθάνεται άμεσα πόνο και δεν μπορεί να εκτελέσει πλάγια έγερση του άνω άκρου (απαγωγή).

Εάν η ρήξη είναι μερική μπορεί σταδιακά να αναρρώσει αλλά θα πονά για αρκετό χρονικό διάστημα.

Εάν η ρήξη είναι πλήρης ο πόνος σύντομα υποχωρεί αλλά παραμένει η αδυναμία απαγωγής.

Για τον διαχωρισμό της ολικής από την μερική ρήξη γίνεται έγχυση τοπικού αναισθητικού, εάν η ενεργητική απαγωγή είναι εφικτή τότε είναι μερική ρήξη. Η διάγνωση επιβεβαιώνεται με MRI, υπέρηχο και μερικές φορές αρθροσκοπικά, κατά την οποία γίνεται συρραφή –επιδιόρθωση.

Θεραπεία:

Οξεία φάση: συντηρητική: κινησιοθεραπεία, φυσικοθεραπεία και 1-2 εγχύσεις τοπικού αναισθητικού στην ευαίσθητη περιοχή. Μετά από 3-6 εβδομάδες εάν η ρήξη δεν αποκατασταθεί και δεν υφεθούν τα συμπτώματα (οι πλήρεις ρήξεις σε νέα δραστήρια άτομα) αυτή θα πρέπει να επιδιορθωθεί άμεσα λόγω της δυσκαμψίας που μπορεί να επιφέρει αργότερα. Η αποκατάσταση γίνεται είτε αρθροσκοπικά είτε με ανοικτό χειρουργείο.

Οι μερικές ρήξεις η θεραπεία είναι ανάλογα με την πορεία τους και την ανταπόκριση τους στην συντηρητική αγωγή. Ο ασθενής θα πρέπει να κινεί τον ώμο του για να μην έχουμε δυσκαμψία επί εδάφους υπακρωμιακής προστριβής, θα πρέπει να γίνεται ακρωμιοπλαστική κυρίως αρθροσκοπικά και στον ίδιο χρόνο αποκατάσταση και επιδιόρθωση της μικρορήξης με συρραφή του μυοτενόντιου πετάλου.

4. Συμφητική θυλακίτιδα (παγωμένος ώμος):

Ο όρος παγωμένος ώμος αποδίδεται σε μία καλά καθορισμένη διαταραχή που χαρακτηρίζεται από προοδευτικό πόνο και δυσκαμψία για 1-2 έτη αλλά αποκαθίσταται πολλές φορές αυτόματα. Η αιτία δεν έχει εξακριβωθεί ακόμη.

Κλινική εικόνα: ο ασθενής είναι 40-60 ετών με ιστορικό ασήμαντου τραύματος του οποίου ακολουθεί άλγος και δυσκαμψία της άρθρωσης. Ο πόνος αργότερα υποχωρεί αλλά η δυσκαμψία επιμένει για 6-12 μήνες. Σταδιακά η κινητικότητα επανακτάται αλλά μπορεί να μην επιστρέψει ποτέ στο φυσιολογικό. Η διάγνωση επιβεβαιώνεται με μαγνητική τομογραφία και υπέρηχο.

Θεραπεία:

Συντηρητική θεραπεία: μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, φυσικοθεραπεία και οι εγχύσεις με κορτιζόνη και τοπικό αναισθητικό μπορεί να βοηθήσουν.

Κινητοποίηση του ώμου υπό γενική αναισθησία και στην συνέχεια εντατικό πρόγραμμα κινησιοθεραπείας μπορεί να βοηθήσει.

Χειρουργική θεραπεία: σε προχωρημένες περιπτώσεις σοβαρής δυσκαμψίας ο αρθροσκοπικός διαχωρισμός του ‘στροφικού διαστήματος’ μεταξύ υπερακανθίου και υποπλάτιου μπορεί να βοηθήσει εντυπωσιακά το εύρος κίνησης του ασθενούς.

5α.Τενοντίτιδα του δικεφάλου:

Ο τένοντας της μακράς κεφαλής του δικεφάλου βρίσκεται σε στενή σχέση με το στροφικό πέταλο και μπορεί επίσης να προσβληθεί στο σύνδρομο προστριβής. Πολλές φορές εμφανίζεται άλγος ως μεμονωμένο πρόβλημα σε νέους ασθενείς μετά από καταπόνηση του ώμου.

Διάγνωση: ο πόνος και η ευαισθησία εντοπίζονται στο σημείο της αύλακας του δικεφάλου. Η διάγνωση γίνεται με κλινική εξέταση, μαγνητική τομογραφία και υπέρηχο.

Θεραπεία: συντηρητική: ανάπαυση, τοπική θερμότητα, φυσικοθεραπεία και shock waves. Εάν η αποκατάσταση καθυστερεί τότε γίνονται τοπικές εγχύσεις κορτικοστεροειδών. Σε σπάνιες περιπτώσεις παραμελημένων καταστάσεων γίνεται χειρουργική επέμβαση είτε ανοικτά είτε αρθροσκοπικά.

5β.Ρήξη του τένοντα της μακράς κεφαλής του δικεφάλου:

Η εκφύλιση της μακράς κεφαλής του δικεφάλου επί εδάφους τενοντίτιδος επιφέρει συχνά ολική ρήξη του τένοντα. Ο ασθενής είναι κυρίως 55-70 ετών. Κατά την έγερση βάρους ή υπό αντίσταση αισθάνεται έναν κρότο σπασίματος (κρακ), απότομο άλγος στον ώμο και μετά από 2-3 ημέρες εμφανίζεται εκχύμωση στην πρόσθια επιφάνεια του βραχίονα. Ο ασθενής νοιώθει μία ‘διόγκωση στο μπράτσο’ του, το οποίο είναι και το παθογνωμονικό σημείο της νόσου (το σημείο του Popeye).

Θεραπεία: συνήθως δε χρειάζεται κάποια ιδιαίτερη θεραπεία παρά μόνο εάν έχει διαταραχθεί η λειτουργικότητα του άνω άκρου.

Χρονία αστάθεια του ώμου

Ο ώμος επιτυγχάνει το μεγάλο εύρος κίνησης του λόγω του ότι: έχει ρηχή ωμογλύνη, μικρή κεφαλή του βραχιονίου και η άρθρωση σταθεροποιείται από τον ινοχόνδρινο επιχείλιο χόνδρο και τους παρακείμενους συνδέσμους και μύες. Εάν οι παραπάνω δομές ανεπαρκούν η άρθρωση καθίσταται ασταθής με προδιάθεση σε υποτροπιάζων εξάρθρημα ή υπεξάρθρημα που μπορεί να είναι πρόσθιο, οπίσθιο ή πολλαπλών κατευθύνσεων.

Πρόσθιο εξάρθρημα: συνήθως ακολουθεί μία οξεία κάκωση κατά την οποία ο βραχίονας φέρεται ισχυρά σε απαγωγή, έξω στροφή και έκταση.

Υποτροπιάζων πρόσθιο εξάρθρημα: ο πρόσθιος θύλακας, η άρθρωση και ο επιχείλιος χόνδρος (labrum) αποκολλούνται από το πρόσθιο χείλος της ωμογλύνης (βλάβη Bankart).

Πρόσθιο υπεξάρθρημα: μπορεί να επακολουθεί ή να εναλλάσσεται με επεισόδια εξαρθρήματος.

Οπίσθιο εξάρθρημα: είναι σπάνιο, κυρίως συμβαίνει μετά από επιληπτική κρίση ή ηλεκτροπληξία. Η υποτροπιάζουσα οπίσθια αστάθεια είναι σχεδόν πάντα ένα υπεξάρθρημα με την κεφαλή του βραχιονίου να εφιππεύει το οπίσθιο χείλος της ωμογλύνης.

Η αστάθεια πολλαπλών κατευθύνσεων, σχετίζεται με συνδεσμική και θυλακική χαλαρότητα και αδυναμία των μυών του ώμου.

Πρόσθια αστάθεια: 95% των περιπτώσεων, μετά από ένα τραυματικό πρόσθιο εξάρθρημα του ώμου με αποκόλληση του επιχείλιου χόνδρου και του πρόσθιου χείλους του θύλακα από την ωμογλύνη.

Κλινική εικόνα: νέος ασθενής που παραπονείται ότι ‘του βγαίνει το χέρι’ και εξαρθρώνεται χωρίς καμία βία.

Το πρόσθιο εξάρθρημα ώμου: υποτροπιάζει κατά 50% σε ασθενείς ηλικίας κάτω των 25 ετών.

Υποτροπιάζων υπεξάρθρημα: ο ασθενής σε καθημερινές κινήσεις κατά την ένδυση ή πέταγμα κάποιου αντικειμένου νοιώθει τον ώμο του να ‘μπαίνει και να βγαίνει’.

Η διάγνωση τίθεται με την προσεκτική κλινική εξέταση, το ιστορικό του ασθενούς (ιστορικό εξαρθρήματος), ακτινολογικά, με μαγνητική τομογραφία και υπέρηχο. H MRI αποκαλύπτει την αποκόλληση του επιχείλιου χόνδρου και του πρόσθιου θύλακου από την ωμογλύνη (βλάβη Bankart) καθώς και την παραμόρφωση της βραχιονίου κεφαλής.

Θεραπεία: εάν το εξάρθρημα υποτροπιάζει ανά μεγάλα χρονικά διαστήματα (2-5 χρόνια) μπορεί να επιλεγεί η συντηρητική θεραπεία. Σε περίπτωση συχνού εξαρθρήματος (2- 6 μήνες) επιλέγουμε τη χειρουργική θεραπεία.

Τρείς τύποι επεμβάσεων:

  • Επιδιόρθωση και επανακαθήλωση του επιχείλιου χόνδρου Bankart.
  • Βράχυνση και σύσφιξη του προσθίου θύλακα των μυών (Putti-Plat)
  • Ενίσχυση του προσθίου κάτω θύλακου με παρακείμενους μύες (Bristow).

Σήμερα η επιδιόρθωση επανακαθήλωση του επιχείλιου χόνδρου γίνεται αρθροσκοπικά με ειδικά εργαλεία και κάμερα και χρησιμοποιούνται ειδικά υλικά (άγκυρες – καρφίδες).

Οπίσθια αστάθεια: σπανιότερη από την πρόσθια, παραμένει μετά από ένα οξύ οπίσθιο εξάρθρημα με την μορφή οπισθίου υπεξαρθρήματος. Η διάγνωση επιβεβαιώνεται με MRI, CT και ECHO.

Θεραπεία κυρίως συντηρητική με ασκήσεις ενδυνάμωσης μυών. Η χειρουργική αποκατάσταση ενδείκνυται μόνο σε σημαντική αναπηρία.

Αστάθεια πολλαπλών κατευθύνσεων: στην κατάσταση αυτή ο ασθενής παραπονείται για επανειλημμένα εξαρθρήματα με εξαιρετική ευκολία προς όλες τις κατευθύνσεις.  Η θεραπεία εκλογής είναι η χειρουργική αποκατάσταση και ασκήσεις ενδυνάμωσης.

Διαταραχές της γλυκοβραχιονιου άρθρωσης

Φυματίωση:

είναι πλέον σπάνια τις τελευταίες δεκαετίες, από το 1970 και μετά. Εμφανίζεται ως δευτεροπαθή εστία από πρωτοπαθή εστία στον πνεύμονα. Στην αρχή έχει τη μορφή οστεϊτιδας και μετά αρθρίτιδας της γλυνοβραχιονίου άρθρωσης.

Ο ασθενής παραπονείται για πόνο, δυσκαμψία, και ατροφία των μυών της ωμικής ζώνης. Στα αρχικά στάδια η θεραπεία είναι με αντιφυματικά και αναλγητικά φάρμακα, ανάπαυση, παθητικές κινήσεις και κινησιοθεραπεία.

Σε προχωρημένες καταστάσεις με αρθρική καταστροφή η θεραπεία είναι πολύ δύσκολη και χειρουργικώς το μόνο που μπορεί να γίνει είναι η αρθρόδεση.

Ρευματοειδής αρθρίτιδα:

Η ακρωμιοκλειδική και η γλυνοβραχιόνια άρθρωση μαζί με τον υπακρωμιακό θύλακο προσβάλλονται από ρευματοειδή αρθρίτιδα. Η χρόνια υμενίτιδα οδηγεί σε ρήξη του τενόντιου πετάλου και σε προοδευτική διάβρωση των αρθρικών επιφανειών της άρθρωσης.

Κλινική εικόνα: ο ασθενής πάσχει από γενικευμένη ρευματοειδή αρθρίτιδα με οίδημα, και ύδραρθρο. Λόγω της προστριβής της άρθρωσης του ώμου παρουσιάζεται δυσκαμψία, αδυναμία και έντονο άλγος.

Θεραπεία: η πάθηση αντιμετωπίζεται με έγχυση κορτικοστεροειδών στην άρθρωση, υμενεκτομή, επιδιόρθωση του rotator cuff και εκτομή του περιφερικού άκρου της κλείδας για ανακούφιση του πόνου στην ακρωμιοκλειδική άρθρωση. Σε προχωρημένες περιπτώσεις με αρθρική καταστροφή γίνεται αρθρόδεση και εάν δεν υπάρχει μυϊκή ατροφία γίνεται ολική αρθροπλαστική ώμου.

Οστεοαρθρίτιδα:

Η γλυνοβραχιόνιος οστεοαρθρίτιδα προκαλείται δευτεροπαθώς μετά από τραυματικές κακώσεις, αστάθεια, άσηπτη νέκρωση της βραχιονίου κεφαλής, συγγενή δυσπλασία, παθήσεις του τενόντιου πέταλου κλπ. Ο ασθενής είναι στην ηλικία των 60-70 ετών, έχει ιστορικό τραυματισμού ή παλαιάς νόσου του ώμου και συνήθως έχει άλγος με περιορισμό των κινήσεων στην άρθρωση του ώμου.

Θεραπεία: αρχικά αναλγητικά, μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, ασκήσεις ενδυνάμωσης μυών ωμικής ζώνης και φυσικοθεραπεία. Εάν ο πόνος και η δυσκαμψία επιδεινωθούν και καταστούν αφόρητοι, η αρθροπλαστική του ώμου είναι η μόνη λύση.

Ο ώμος του Milwaukee: πρόκειται για ταχέως εξελισσόμενη καταστροφική αρθρίτιδα του ώμου, χωρίς εμφανή αίτια και χωρίς καλή πρόγνωση.

Διαταραχές της ωμοπλάτης και της κλείδας

Συγγενής ανύψωση της κλείδας (ώμος του Sprengel)

Ο ώμος στην πάσχουσα πλευρά είναι ανυψωμένος, η ωμοπλάτη εμφανίζεται σε ανώμαλα υψηλή θέση, έχει μικρότερο μέγεθος και συνήθως προεξέχει. Συνοδές παραμορφώσεις αποτελούν η συνοστέωση των αυχενικών σπονδύλων, κύφωση και σκολίωση. Η θεραπεία σε ελαφρές περιπτώσεις είναι ασκήσεις και κινησιοθεραπεία και σε σοβαρότερες παραμορφώσεις μπορεί να γίνει χειρουργική καθήλωση της ωμοπλάτης σε χαμηλότερη θέση.

Σύνδρομο Klippel – Feil

Σπάνια συγγενής διαταραχή με αμφοτερόπλευρη αποτυχία της καθόδου των ωμοπλατών άμφω και συνοστέωση αρκετών αυχενικών σπονδύλων. Ο αυχένας είναι βραχύς και παρουσιάζει πτυχές. Υπάρχει δυσκαμψία στον αυχένα και στα άκρα, το σύνδρομο αυτό δεν επιδέχεται θεραπεία.

Οστεοαρθρίτιδα της ακρωμιοκλειδικής άρθρωσης

Η οστεοαρθρίτιδα είναι συχνή στις μεγάλες ηλικίες. Σε νεότερους ασθενείς συνήθως οφείλεται σε παλαιότερες κακώσεις ή επανειλημμένη καταπόνηση (π.χ. εργασία με κομπρεσέρ). Ο ασθενής παραπονείται για πόνο στην κορυφή του ώμου, δυσκαμψία, και ευαισθησία. Η διάγνωση γίνεται με ακτινογραφία, αξονική ή μαγνητική τομογραφία. Η θεραπεία είναι είτε συντηρητική με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα και φυσικοθεραπεία είτε χειρουργική με εκτομή του περιφερικού άκρου της κλείδας.

Πτερυγοειδής ωμοπλάτη

Στην κατάσταση αυτή η ωμοπλάτη προέχει κάτω από το δέρμα (όπως ένα μικρό πτερύγιο) και οφείλεται σε αδυναμία του πρόσθιου οδοντωτού μυός, ο οποίος καθηλώνει την ωμοπλάτη στο θωρακικό κλωβό.

Η αδυναμία του προσθίου οδοντωτού μπορεί να οφείλεται σε:

  • Μακρό θωρακικό νεύρο, πάρεση, κάκωση.
  • Κάκωση του βραχιονίου πλέγματος
  • Νευρίτιδα βραχιονίου πλέγματος, μυϊκή δυστροφία.

Θεραπεία:

σε σοβαρές περιπτώσεις γίνεται χειρουργική σταθεροποίηση της ωμοπλάτης με τενοντομεταφορά.

Αστάθεια της ακρωμιοκλειδικής άρθρωσης

Πρόκειται για μια συχνή διαταραχή, που οφείλεται σε εξάρθρημα της ακρωμιοκλειδικής άρθρωσης και ρήξη των συνδέσμων που σταθεροποιούν το περιφερικό άκρο της κλείδας. Παρουσιάζεται διόγκωση στο περιφερικό άκρο της κλείδας, αδυναμία, δυσκαμψία και άλγος. Η θεραπεία είναι ανάλογα με την βαρύτητα και σε παραμελημένες περιπτώσεις επιλέγουμε τη χειρουργική επέμβαση, κατά την οποία γίνεται αρθροσκοπική αποκατάσταση με το σύστημα tight rope.

Κακώσεις ώμου

Το μείζων πρόβλημα στις κακώσεις του άνω άκρου είναι η δυσκαμψία. Στους ηλικιωμένους ασθενείς, ιδιαίτερα, η διατήρηση της κινητικότητας είναι το ίδιο σημαντική με τη θεραπεία του κατάγματος.

Κάταγμα κλείδας

Μηχανική κάκωση: μία πτώση επί του ώμου ή επί του τεντωμένου χεριού μπορεί να προκαλέσει κάταγμα στην κερκίδα. Το κάταγμα πάντα παρεκτοπίζεται δίνοντας την εικόνα διόγκωσης κατά μήκος της κλείδας. Η διάγνωση τίθεται από την ακτινογραφία και την κλινική εικόνα. Η θεραπεία είναι κυρίως συντηρητική: ανάπαυση και οκτωειδής περίδεση. Σε πολύ μεγάλη παρεκτόπιση, σε αγγειακές και νευρολογικές επιπλοκές γίνεται ανοικτή ανάταξη και οστεοσύνθεση. Επιπλοκές: πόρωση σε πλημμελή θέση: στα παιδιά λόγω της ανακατασκευής των οστών δεν υπάρχει πρόβλημα, στους πιο ηλικιωμένους η παραμόρφωση είναι αναπόφευκτη.

Κατάγματα ωμοπλάτης

Μηχανική κάκωση: το σώμα της ωμοπλάτης υφίσταται κάταγμα μόνο όταν έχουμε μεγάλες δυνάμεις π.χ. σύνθλιψη μαζί με κατάγματα των πλευρών. Ο αυχένας της ωμοπλάτης υφίσταται κάταγμα από άμεση πλήξη ή από πτώση επί του ώμου (πρέπει να γίνει αποκλεισμός του πνευμοθώρακα ως συνοδό κάκωση). Η διάγνωση τίθεται από την κλινική εικόνα, ακτινολογικά και με αξονική τομογραφία για ανάδειξη κατάγματος της ωμογλύνης. Η θεραπεία σε κατάγματα σώματος είναι συντηρητική με παθητική και ενεργητική φυσικοθεραπεία, ενώ σε κατάγματα της ωμογλύνης μπορεί να χρειαστεί οστεοσύνθεση με μια βίδα.

Κακώσεις ακρωμιοκλειδικής άρθρωσης

Μία πτώση επί του ώμου μπορεί να προκαλέσει ρήξη των ακρωμιοκλειδικών συνδέσμων και μπορεί να συμβεί υπεξάρθρημα της κλείδας προς τα άνω. Πιο σοβαρή κάκωση είναι η ρήξη των κορακοκλειδικών συνδέσμων (τραπεζοειδής και κωνοειδής) που προκαλεί πλήρες υπεξάρθρημα της ακρωμιοκλειδικής άρθρωσης. Η κλινική εικόνα είναι παραμόρφωση στον ώμο και η διάγνωση γίνεται με απλή ακτινογραφία και με ακτινογραφία με φόρτιση ( ο ασθενής φέρει στο πάσχων χέρι 5 kgr βάρος). Η θεραπεία στο υπεξάρθρημα είναι συντηρητική με ανάρτηση και ασκήσεις της ωμικής ζώνης. Στο εξάρθρημα η χειρουργική επέμβαση έχει άριστα αποτελέσματα με τη χρήση μιας βίδας ή ενδοσκοπικά με το σύστημα tight rope. Επιπλοκές: σε παραμελημένο εξάρθρημα υπάρχει αδυναμία της ανύψωσης του άνω άκρου και η θεραπεία είναι η χειρουργική καθήλωση της κλείδας.

Εξάρθρημα στερνοκλειδικής

Πρόσθιο: ασυνήθες κάκωση με πτώση του ασθενή επί του ώμου. Το έσω άκρο της κλείδας φέρεται προσθίως, παράγοντας μία εμφανή και ψηλαφητή προπέτεια. Η συντηρητική θεραπεία είναι η ανάταξη του κατάγματος αλλά έχει πτωχά αποτελέσματα. Η χειρουργική θεραπεία είναι μια επικίνδυνη επέμβαση με καλά αποτελέσματα.

Οπίσθιο εξάρθρημα: είναι πολύ σπάνιο, αλλά επειδή πιέζει νεύρα και αγγεία στον τράχηλο πρέπει να αναταχθεί επειγόντως.

Εξάρθρημα ώμου

Το τραυματικό εξάρθρημα είναι συχνό, και συνήθως η κεφαλή παρεκτοπίζεται προς τα εμπρός.

Το πρόσθιο εξάρθρημα είναι μια μηχανική κάκωση η οποία προκαλείται από πίεση στο τεντωμένο χέρι, μπορεί να υπάρχει συνοδό κάταγμα στο εγγύς βραχίονα. Η κλινική εικόνα είναι έντονος πόνος και η διάγνωση γίνεται με ακτινογραφία ώμου. Η θεραπεία είναι ανάταξη υπό μέθη ή πολλές φορές με γενική αναισθησία και μυοχάλαση. Το άκρο αναπαύεται σε μία ανάρτηση για 2-3 εβδομάδες και μετά σταδιακά γίνονται ενεργητικές κινήσεις.

Επιπλοκές:

  • Ρήξη στροφικού πετάλου: μπορεί να χρειασθεί χειρουργική επιδιόρθωση.
  • Κάκωση νεύρου: βλάβη του μασχαλιαίου νεύρου, βλάβη του μέσου ή του μυοδερματικού νεύρου και τμήματος του βραχιόνιου πλέγματος.
  • Κάκωση αγγείων: κάκωση της μασχαλιαίας αρτηρίας
  • Κάταγμα εξάρθρημα: επιβάλλεται η χειρουργική θεραπεία με ανοικτή ανάταξη και εσωτερική οστεοσύνθεση.
  • Καθ’εξιν ή υποτροπιάζων εξάρθρημα: όταν έχουμε συνοδές βλάβες του επιχείλιου χόνδρου της ωμογλύνης είναι πιθανό να εμφανιστούν:

Οπίσθιο εξάρθρημα: πολλές φορές η κάκωση αυτή διαφεύγει της διάγνωσης, δεν αποτελεί πλήρες εξάρθρημα αλλά κάταγμα- υπεξάρθρημα. Συχνά παρουσιάζεται μετά από επιληπτικές κρίσεις ή ηλεκτροπληξία. Η θεραπεία είναι ανάταξη υπό μέθη ή γενική αναισθησία με μυοχάλαση. Για δύο εβδομάδες γίνεται ανάρτηση και μετά σταδιακή κινητοποίηση.

Υποτροπιάζων εξάρθρημα: όταν ο ώμος βγει πρώτη φορά τότε είναι εύκολο να ξαναβγεί επανειλημμένα και μάλιστα με μεγαλύτερη ευκολία. Ο επιχείλιος χόνδρος μπορεί να αποκολληθεί μαζί με τον θύλακο από το χείλος της ωμογλύνης. Το εξάρθρημα είναι πρόσθιο και σπανίως οπίσθιο.

Θεραπεία: χειρουργική όταν το χέρι βγαίνει σε κάθε κίνηση ή όταν το χέρι βγαίνει σε αθλητές. Τότε επεμβαίνουμε ανοικτά ή αρθροσκοπικά: ανοικτά γίνονται επανορθωτικές επεμβάσεις στο πρόσθιο θύλακο ή αρθροσκοπική καθήλωση του επιχείλιου χόνδρου στο χείλος της ωμογλύνης.

Κακώσεις βραχιονίου οστού

Κατάγματα εγγύς βραχιονίου οστού

Τα κατάγματα αυτά παρατηρούνται συνήθως μετά τη μέση ηλικία σε οστεοπορωτικά άτομα. Ο ασθενής πέφτει στηριζόμενος στο τεντωμένο χέρι, και υφίσταται κάταγμα στο χειρουργικό αυχένα ή μπορεί να υποστεί κάταγμα στο ένα ή και στα δύο βραχιόνια ογκώματα.

Κλινική εικόναπόνος, εκχύμωση στο σημείο και δυσκολία κίνησης. Γίνεται υποχρεωτικά εξέταση του μασχαλιαίου και του βραχιονίου πλέγματος.

Διάγνωση: ακτινογραφίες: συνήθως είναι ενσφηνωμένα τα κατάγματα αυτά στους ηλικιωμένους, η διάφυση ενσφηνώνεται στη κεφαλή στη θέση απαγωγής. Σε νεότερους ασθενείς το κεντρικότερο τμήμα του βραχιονίου μπορεί να υποστεί ένα συντριπτικό κάταγμα.

Θεραπεία: τα ενσφηνωμένα ή τα ελάχιστα παρεκτοπισμένα κατάγματα δεν χρήζουν χειρουργικής θεραπείας παρά μόνο ανάρτηση για 5-6 εβδομάδες και σταδιακή κινητοποίηση.

Τα κατάγματα δύο τεμαχίων: μπορούν να αναταχθούν κλειστά. Το χέρι περιδένεται στο θώρακα για 3-4 εβδομάδες μετά τις οποίες ξεκινούν ασκήσεις ώμου.

Τα κατάγματα τριών τεμαχίων: σε νέους ασθενείς χρήζουν ανοικτής ανάταξης και εσωτερικής οστεοσύνθεσης με ειδική πλάκα. Σε ηλικιωμένους ασθενείς με οστεοπόρωση τα αποτελέσματα είναι λιγότερο προβλέψιμα, και τα περισσότερα χρήζουν χειρουργικής αποκατάστασης.

Τα κατάγματα τεσσάρων τεμαχίων: λόγω επιπλοκών όπως ψευδάρθρωσης και ισχαιμικής νέκρωσης της βραχιονίου κεφαλής αντιμετωπίζονται καλύτερα με αρθροπλαστική κυρίως σε ηλικιωμένους ασθενείς.

Επιπλοκές: συνήθως το κάταγμα συνοδεύεται από εξάρθρημα του ώμου οπού γίνεται οστεοσύνθεση και ανάταξη του εξαρθρήματος, επίσης συχνές είναι και νευραγγειακές βλάβες όπως και απώτερη μετεγχειρητική δυσκαμψία.

Κατάγματα διάφυσης βραχιονίου

είναι συνήθως κατάγματα σε νέους δραστήριους συνέπεια πτώσης από μοτοσυκλέτα ή από αθλοπαιδιές, σε ηλικιωμένους είναι λόγω οστεοπόρωσης.

Κλινικά: το βραχιόνιο είναι επώδυνο, οιδηματώδης και με εκχυμώσεις.

Ακτινολογικός έλεγχος: το κάταγμα είναι εμφανές και θα πρέπει να ελέγχουμε πιθανότητα συνύπαρξης οστεοπόρωσης ή μεταστατικής νόσου.

Θεραπεία: συντηρητική θεραπεία: πάντοτε γίνεται προσπάθεια ανάταξης και συγκράτησης αυτής με γύψο ( U-slap ή sarmiento).

Εάν το κάταγμα είναι πολύ ασταθές και υπάρχει οστική παθολογία τότε ενδείκνυται η ανοικτή ανάταξη και εσωτερική οστεοσύνθεση με πλάκα-βίδες ή η ενδομυελική ήλωση με κλειδούμενο ήλο. Τα ανοικτά κατάγματα αντιμετωπίζονται καλύτερα με εξωτερική οστεοσύνθεση.

Επιπλοκές:

  • Πάρεση κερκιδικού νεύρου: σε κλειστά κατάγματα είναι σπάνιο να υπάρχει διατομή του κερκιδικού νεύρου, το νεύρο συνήθως επανέρχεται σε 3 μήνες. Εάν το νεύρο δεν αναλάβει σε 3 μήνες τότε προχωράμε σε τενοντομεταφορά.
  • Ψευδάρθρωση: αρκετές φορές τα κατάγματα της μεσότητας της διάφυσης αποτυγχάνουν να πωρωθούν. Αυτό αντιμετωπίζεται με οστικά μοσχεύματα, και συμπιεστική εσωτερική οστεοσύνθεση καθώς επίσης και την εφαρμογή αυξητικών παραγόντων.

Κατάγματα περιφερικού βραχιονίου

Τρείς τύποι: εξωαρθρικά υπερκονδύλιαενδαρθρικά ενός κονδύλου και διαϋπερκονδύλια

  • Εξωαρθρικά υπερκονδύλια: είναι συνήθως παρεκτοπισμένα και ασταθή ή πολύ συντριπτικά. Η ανοικτή ανάταξη και εσωτερική οστεοσύνθεση με προκυρτωμένες  ειδικές πλάκες είναι η θεραπεία εκλογής.
  • Ενδαρθρικά κατάγματα ενός κονδύλου: παρατηρούνται κυρίως σε οστεοπορωτικούς ασθενείς ή σε κατάγματα υψηλής ενέργειας. Θεραπεία: ανοικτή ανάταξη και εσωτερική οστεοσύνθεση με πλάκες και βίδες και πρώιμη κινητοποίηση. Επιπλοκές: αγγειακές και νευρικές κακώσεις, δυσκαμψία, έκτοπη οστεοποίηση.
  • Κάταγμα κονδύλου (capitulum): μετά από πτώση παρουσιάζεται διόγκωση στη πρόσθια επιφάνεια του αγκώνα. Θεραπεία: τα απαρεκτόπιστα κατάγματα αντιμετωπίζονται συντηρητικά, τα παρεκτοπισμένα αντιμετωπίζονται χειρουργικά με βίδες που δεν έχουν κεφαλή (τύπου Herbert) ή ακόμη και με εκτομή του κονδύλου.

Κατάγματα περιφερικού βραχιονίου σε παιδιά

Ο αγκώνας είναι δεύτερος σε συχνότητα καταγμάτων σε παιδιά, μετά το περιφερικό αντιβράχιο. Τα αγόρια τραυματίζονται συχνότερα. Ο μηχανισμός κάκωσης είναι πτώση στον αγκώνα ή πτώση στο τεντωμένο χέρι το οποίο ωθείται σε βλαισότητα ή ραιβότητα. Ο πόνος και η δυσκαμψία είναι τα κυριότερα συμπτώματα. Ακτινολογικά στα παιδιά είναι αρκετά δύσκολα να γίνει εκτίμηση μιας κάκωσης του αγκώνα διότι τα οστικά άκρα είναι κυρίως χόνδρινα και δεν απεικονίζονται ακόμα στις ακτινογραφίες. Για το λόγο αυτό απαιτείται ειδική γνώση της φυσιολογικής ανατομίας του αναπτυσσόμενου σκελετού του αγκώνα για την αναγνώριση και ακριβή διάγνωση του κατάγματος ή της κάκωσης.

Υπερκονδύλια κατάγματα: αποτελεί συχνό σημείο κατάγματος σε παιδιά. Το περιφερικό τεμάχιο μπορεί να είναι παρεκτοπισμένο ή γωνιωμένο προς τα έξω, έσω, εμπρός ή πίσω. Μπορεί επίσης να υπάρχει και στροφική παραμόρφωση.

Η οπίσθια γωνίωση και παρεκτόπιση είναι η συχνότερη όλων και ακολουθεί η πρόσθια γωνίωση. Μετά από πτώση στο τεντωμένο χέρι, το παιδί κλαίει και παρουσιάζει πόνο και οίδημα, παραμόρφωση στον αγκώνα.

Ακτινολογικά: όπως ανέφερα και προηγουμένως είναι πολύ δύσκολη η διάγνωση ιδίως στα απαρεκτόπιστα κατάγματα. Όσον αφορά τα παρεκτοπισμένα κατάγματα στην προσθιοπίσθια ακτινογραφία γίνεται μέτρηση της γωνίας του Baumann και πολλές φορές γίνεται σύγκριση με την υγιή πλευρά (το άλλο χέρι) για την εξακρίβωση της κάκωσης.

Θεραπεία: επί υποψίας κατάγματος ο αγκώνας ακινητοποιείται σε 30ο κάμψη.

Τα απαρεκτόπιστα κατάγματα αντιμετωπίζονται με γυψονάρθηκα με τον αγκώνα σε κάμψη 90ο σε ουδέτερη στροφή για 3-4 εβδομάδες.

Τα παρεκτοπισμένα κατάγματα:

  • κατάγματα με οπίσθια γωνίωση: υπό γενική αναισθησία το κάταγμα ανατάσσεται με κλειστούς χειρισμούς, και δίνεται έμφαση στη γωνίωση (πλάγια και στροφική παραμόρφωση), εφόσον το κάταγμα αναταχθεί, ακινητοποιείται σε γύψο με τον αγκώνα σε κάμψη 120ο και το αντιβράχιο σε πρηνισμό. Προσοχή μεγάλη δίνεται στην ψηλάφηση του σφυγμού περιφερικά του κατάγματος και στην τριχοειδική επαναφορά. Εάν η ανάταξη είναι ασταθής τότε με 2 διασταυρούμενες βελόνες Kirschner διαδερμικά οστεοσυνθέτουμε το κάταγμα.
  • Κάταγμα με οπίσθια παρεκτόπισητο κάταγμα είναι ασταθές και πολλές φορές συνοδεύεται και με νευραγγειακή βλάβη. Για το λόγο αυτό ανατάσσεται υπό γενική αναισθησία και οστεοσυντίθεται με 2 βελόνες Kirschner. Προσοχή πρέπει να δίνεται κατά την οστεοσύνθεση για την αποφυγή τραυματισμού ιατρογενώς του ωλενίου και κερκιδικού νεύρου. Επίσης χρειάζεται προσοχή για την αποφυγή πλάγιας ή στροφικής παραμόρφωσης.
  • Κάταγμα με πρόσθια παρεκτόπιση: το κάταγμα ανατάσσεται υπό γενική αναισθησία και ακινητοποιείται με τον αγκώνα σε έκταση με την βοήθεια γυψονάρθηκα για 3-4 εβδομάδες.

Επιπλοκές:

  • Αγγεική κάκωση: κάκωση της βραχιονίου αρτηρίας
  • Σύνδρομο διαμερίσματος
  • Κάκωση νεύρου
  • Πώρωση σε πλημμελή θέση: ραιβός- βλαισός αγκώνας
  • Δυσκαμψία αγκώνα
  • Έκτοπη οστεοποίηση
Κάταγμα επιφυσίολυση του έξω βραχιονίου κονδύλου

Η περιφερική επίφυση του βραχιονίου αρχίζει να οστεοποιείται στην ηλικία περίπου των 2 ετών και ολοκληρώνεται στα 16 έτη. Για το λόγο αυτό τα τμήματα των κονδύλων ή των επικονδύλων της επίφυσης μπορεί να διατμηθούν ή αποσπασθούν από αιφνίδια έλξη των μυών του αντιβραχίου κατά τη διάρκεια πτώσης με στήριξη στο χέρι. Η καταγματική γραμμή συνήθως διατρέχει το συζευκτικό χόνδρο για να εισέλθει στην άρθρωση δια της τροχιλίας ή δια της τροχιλίας και αύλακας του κονδύλου.

Θεραπεία:

  • το απαρεκτόπιστο κάταγμα αντιμετωπίζεται με ακινητοποίηση για 3-4 εβδομάδες.
  • Το παρεκτοπισμένο κάταγμα ανατάσσεται κλειστά υπό γενική αναισθησία. Επί ασταθούς ανάταξης τότε σταθεροποιείται με 1 βελόνα Kirschner για 3-4 εβδομάδες και γύψο.

Επιπλοκές: ψευδάρθρωση ή πώρωση σε πλημμελή θέση μπορεί να οδηγήσει σε βλαισό αγκώνα, υποτροπιάζων εξάρθρημα.

Επιφυσιόλυση του έσω επικονδύλου

Εάν η πηχεοκαρπική βίαια ωθηθεί σε έκταση ο έσω επικόνδυλος αποσπάται από τους προσφυόμενους καμπτήρες του καρπού.

Κλινικά: η έσω πλευρά του αγκώνα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη, επώδυνη και οιδηματώδης.

Ακτινολογικά: η διάγνωση είναι ιδιαίτερα δύσκολη διότι ο μικρός πυρήνας οστέωσης του επικονδύλου δύσκολα απεικονίζεται.

Θεραπεία: η μικρή παρεκτόπιση συντηρητικά ακινητοποιείται σε νάρθηκα. Σε μεγάλη παρεκτόπιση θα πρέπει να καθηλώνεται με βελόνα Kirschner. Εάν ο επικόνδυλος έχει παγιδευθεί ενδαρθρικά τότε η αρθροτομή και η ανοικτή ανάταξη με οστεοσύνθεση είναι αναπόφευκτη.

Κάταγμα- επιφυσιόλυση ολόκληρης της περιφερικής επίφυσης του βραχιονίου

Μέχρι την ηλικία των 7 ετών, η περιφερική επίφυση του βραχιονίου αποτελεί ένα χόνδρινο τμήμα με αναπτυσσόμενα κέντρα οστεοποίησης. Σε κακώσεις με μεγάλη βία μπορεί να διαχωριστεί ολόκληρη η επίφυση (κακοποιημένο παιδί).

Κλινικά: παρατηρείται διόγκωση του αγκώνος, δυσκαμψία και άλγος.

Ακτινολογικά: η απεικόνιση της κάκωσης είναι σχεδόν αδύνατη, μόνο η απεικόνιση των πυρήνων οστέωσης το κονδύλου ή της εγγύς κερκίδας και ωλένης μπορεί να βοηθήσει.

Θεραπεία: η κάκωση αντιμετωπίζεται όπως ένα υπερκονδύλιο κάταγμα, με ανάταξη υπό γενική αναισθησία και ακινητοποίηση σε γύψο για 3-4 εβδομάδες. Δίνεται προσοχή στους περιφερικούς σφυγμούς.

Παθήσεις του αγκώνος

Κλινική εκτίμηση – Ιστορικό

Το άλγος μπορεί να είναι από την έσω ή από την έξω πλευρά (επικονδυλίτιδα αγκώνος) ή από την οπίσθια πλευρά (ορογονοθυλακίτιδα). Επίσης ο πόνος μπορεί να είναι οξύς και διάχυτος ή χρόνιος και ήπιος.

Δυσκαμψία: μπορεί να είναι σοβαρή με αποτέλεσμα μεγάλη αναπηρία. Ο ασθενής δεν μπορεί να τραφεί (δυσκολία κάμψης) ή να σκουπιστεί στο περίνεο ( δυσκολία έκτασης), όπως και μείωση υπτιασμού ή πρηνισμού.

Οίδημα: μπορεί να οφείλεται σε κάκωση ή φλεγμονή. Διόγκωση στο οπίσθιο τμήμα της άρθρωσης υποδηλώνει ορογονοθυλακίτιδα ωλεκράνου.

Παραμόρφωση: κυρίως μετά από παλαιό κάταγμα- τραυματισμό.

  • Ραιβός αγκώνας λόγω πλημμελούς πόρωσης υπερκονδυλίου κατάγματος
  • Βλαισός αγκώνας λόγω παλαιού παρεκτοπισμένου και πλημμελούς πορωθέντος κατάγματος των συνδέσμων του αγκώνος.

Αστάθεια: επί εδάφους ανεπάρκειας των συνδέσμων του αγκώνος.

Συμπτώματα ωλένιας νευρίτιδας: αιμωδίες, παραισθησίες, αδυναμία, μπορούν να εμφανιστούν σε διαταραχές του αγκώνα.

Απώλεια λειτουργικότητας: δυσχέρεια χρήσης του άνω άκρου σε καθημερινές κινήσεις.

Κλινική εξέταση: η επισκόπηση γίνεται για έλεγχο του αγκώνα: ραιβός, βλαισός, οίδημα, παραμορφώσεις. Η ψηλάφηση γίνεται για έλεγχο της θερμότητας, εξοστώσεις, έλεγχο του ωλενίου νεύρου.

Κινητικότητα: έλεγχος και σύγκριση: κάμψη- έκταση, πρηνισμός –υπτιασμός.

Γενική εκτίμηση: εκτός από τον έλεγχο στην άρθρωση του αγκώνα θα πρέπει να εξετασθεί και ο αυχένας (για κήλη μεσοσπονδυλίου δίσκου), ο ώμος (για βλάβη rotator-cuff), και η άκρα χείρα ( για βλάβη των νεύρων: ωλένιο).

Ακτινολογικός έλεγχος: γίνονται ακτινογραφίες αγκώνος F/P, και συγκριτικά αξονική τομογραφία και μαγνητική τομογραφία για έλεγχο των μαλακών μορίων.

Αρθρίτιδες του αγκώνος

Φυματίωση:

Πρόκειται για νόσο που εκδηλώνεται στην αρχή σαν υμενίτιδα, ή οστεομυελίτιδα και στην συνέχεια σαν αρθρίτιδα. Η έναρξη είναι ύπουλη με μακρό ιστορικό ήπιου πόνου, δυσκαμψίας, ατροφίας των πέριξ μυών και τοπική ευαισθησία με μυϊκό σπασμό. Ακτινολογικά παρουσιάζεται γενικευμένη οστική αραίωση και οστική διάβρωση. Η θεραπεία είναι: ανάπαυση, αντιφυματική αγωγή για 6-12 μήνες και στη συνέχεια κινησιοθεραπεία.

Ρευματοειδής αρθρίτιδα:

Κλινική εικόνα: Ο αγκώνας προσβάλλεται σε ποσοστό άνω των 50% στους ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα. Ρευματοειδή οζίδια ανευρίσκονται στο ωλέκρανο, άλγος, δυσκαμψία και ευαισθησία παρουσιάζονται γύρω από τον αγκώνα, στη συνέχεια παρατηρείται οίδημα, παραμόρφωση και τελικά σε παραμελημένα στάδια αγκύλωση. Συχνά προσβάλλονται και οι δυο αγκώνες.

Ακτινολογικός έλεγχος: Οστική διάβρωση με προοδευτική καταστροφή της άρθρωσης.Θεραπεία: ειδική αντιρευματική αγωγή με τροποποιητικά αντιρευματικά φάρμακα, όπως ανοσοκατασταλτικά από ειδικό ρευματολόγο. Σε αρχικά στάδια μπορεί να γίνει υμενεκτομή από τον ορθοπαιδικό και σε συνεργασία με ρευματολόγο συστήνουμε ανάπαυση και νάρθηκα. Εάν η νόσος είναι πολύ προχωρημένη τότε η ολική ή μερική αρθροπλαστική της άρθρωσης του αγκώνα είναι μία καλή λύση.

Οστεοαρθρίτιδα:

Ο αγκώνας δεν αποτελεί συχνό σημείο εντόπισης οστεοαρθρίτιδας και όταν αυτό συμβαίνει συνήθως οφείλεται ‘δευτεροπαθώς’ σε τραύμα. Η ‘πρωτοπαθής’ οστεοαρθρίτιδα του αγκώνα υποδηλώνει υποκείμενη διαταραχή όπως πυροφοσφωρική αρθροπάθεια ή συγγενή δυσπλασία. Κλινικά παρατηρείται πόνος, δυσκαμψία, παραμόρφωση και αιμωδίες στην κατανομή του ωλενίου νεύρου, και διόγκωση της άρθρωσης.

Ακτινολογικά: οι ακτινογραφίες δείχνουν εξάλειψη του μεσάρθριου διαστήματος με υποχόνδρια σκλήρυνση και περιφερικά οστεόφυτα. Πολλές φορές απεικονίζονται και ελεύθερα σώματα. Η θεραπεία είναι συντηρητική με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη και χονδροπροστατευτικά. Εάν συνυπάρχουν οστεόφυτα και ξένα σωματίδια αυτά καθαρίζονται και αφαιρούνται ανοικτά είτε αρθροσκοπικά. Επί εδάφους ωλένιας νευρίτιδας γίνεται μετάθεση του ωλενίου νεύρου.

Ορογονοθυλακίτιδα του αγκώνα

Ορογονοθυλακίτιδα του αγκώνα

Ο ορογόνος θύλακος του ωλεκράνου συνήθως μπορεί η αιτία να είναι λοίμωξη, ουρική ή ρευματοειδής αρθρίτιδα.

Ουρική αρθρίτιδα

Συχνά προσβάλλει και τις δύο αρθρώσεις του αγκώνα, υπάρχουν τοφοί ουρικού οξέος και επασβεστώσεις. Η διάγνωση επιβεβαιώνεται με παρακέντηση της άρθρωσης και αιματολογικές εξετάσεις.

Σηπτική ορογονοθυλακίτιδα

Λόγω τριβής μπορεί να επιμολυνθεί μια ορογονοθυλακίτιδα αγκώνος. Ο ορογόνος θύλακος είναι εξέρυθρος, διογκωμένος, με διάχυτη ευαισθησία και τοπική θερμότητα. Χρειάζεται οπωσδήποτε παροχέτευση και καλλιέργεια του υγρού- πύου που θα παροχετευθεί.

Θεραπεία

Η σηπτική ορογονοθυλακίτιδα μπορεί να χρειαστεί παροχέτευση. Σε σοβαρές περιπτώσεις ο θύλακας αφαιρείται.

Επικονδυλίτιδα αγκώνος

Έσω ή έξω επικονδυλίτιδα (tennis or golf elbow). Η  πάθηση αυτή είναι αποτέλεσμα μικροτραυματισμών, επανειλημμένης καταπόνησης στην τενόντια απονεύρωση που προσφύεται είτε στο έσω ή έξω επικόνδυλο του βραχιονίου.

Κλινική εικόνα: στον αγκώνα των τενιστών ο πόνος εντοπίζεται ψηλαφητά στην έξω επιφάνεια του αγκώνα αλλά σε σοβαρές περιπτώσεις ο πόνος ακτινοβολεί ή είναι διάχυτος σε όλο το αντιβράχιο. Επιδεινώνεται με κινήσεις όπως το σερβίρισμα τσαγιού, βάψιμο, άνοιγμα βάζου, χειραψία και ανύψωση βάρους.

Στον αγκώνα του golfer παρόμοια συμπτώματα παρουσιάζονται στην περιοχή του έσω επικονδύλου.

Η θεραπεία στην αρχή είναι ανάπαυση, νάρθηκας, επί έντονου πόνου ενέσεις ξυλοκαίνης και κορτιζόνης, συνολικά τρεις φορές με μεσοδιάστημα 7-10 ημερών. Επίσης γίνεται φυσικοθεραπεία, υπέρηχα, laser και schockwaves με πολύ καλά αποτελέσματα. Εάν δεν αποδώσουν τα παραπάνω τότε μπορεί να βοηθήσουν οι εγχύσεις τοπικά αυξητικού παράγοντα για επούλωση. Σε αποτυχία των παραπάνω τότε προσφεύγουμε σε χειρουργική επέμβαση, κατά την οποία η πάσχουσα κοινή έκφυση των τενόντων στην έσω ή έξω πλευρά του αγκώνα αποκολλάται από το βραχιόνιο επικόνδυλο.

Κακώσεις του αγκώνα και του αντιβραχίου

Εξάρθρημα του αγκώνα

Ο αγκώνας μπορεί να εξαρθρωθεί μετά από μια πτώση στο τεντωμένο χέρι, τα οστά του αντιβραχίου ωθούνται και εξαρθρώνονται οπισθίως ή προς τα έξω.

Κλινικά: εμφανής παραμόρφωση, πόνος, δυσχέρεια κινήσεων, διόγκωση. Προσοχή πρέπει να δοθεί σε νευρολογική σημειολογία στην άκρα χείρα.

Ακτινολογικά: αναδεικνύεται το εξάρθρημα και τυχόν συνοδά κατάγματα.

Θεραπεία: ανάταξη υπό γενική αναισθησία, σε συνοδό κάταγμα των βραχιόνιων κονδύλων, επικονδύλων ή της ωλεκρανικής απόφυσης θα χρειαστούν εσωτερική οστεοσύνθεση, επίσης μπορεί να εφαρμοσθεί μια εξωτερική οστεοσύνθεση με άρθρωση για τη διατήρηση της κινητικότητας της άρθρωσης του αγκώνα.

Επιπλοκές:

  • αγγειακή κάκωση: κάκωση της βραχιονίου αρτηρίας και
  • κάκωση νεύρου: μέσο και ωλένιο νεύρο.

Δυσκαμψία, έκτοπη οστεοποίηση ή δευτεροπαθής οστεοαρθρίτιδα.

Μεμονωμένο εξάρθρημα της κεφαλής της κερκίδας

Το μεμονωμένο εξάρθρημα είναι σπάνιο, όταν ανευρίσκεται θα πρέπει να γίνεται προσεκτικός έλεγχος για συνοδό κάταγμα της ωλένης.

Θεραπεία: ανάταξη υπό αναισθησία.

Επώδυνος πρηνισμός

Στα παιδιά ο αγκώνας μερικές φορές υφίσταται κάκωση μετά από άσκηση ισχυρής έλξης από την πηχεοκαρπική. Το παιδί παραπονιέται για άλγος, και διατηρεί τον αγκώνα σε έκταση και δεν επιτρέπει την εξέταση (pulled elbow). Η ανάταξη επιτυγχάνεται με το βίαιο υπτιασμό και στη συνέχεια κάμψη του αγκώνα.

Κατάγματα κεντρικού άκρου της κερκίδας

Τα κατάγματα αυτά είναι συχνά σε νεαρούς ενήλικες. Ο μηχανισμός κάκωσης είναι πτώση πάνω σε τεντωμένο χέρι με τον αγκώνα σε έκταση και το αντιβράχιο σε πρηνισμό. Στα παιδιά τότε έχουμε κάταγμα στον αυχένα της κερκίδας και στους ενήλικες κάταγμα στην κεφαλή της κερκίδας.

Κλινικά παρατηρείται οίδημα, πόνος, τοπική ευαισθησία και δυσκαμψία. Ακτινολογικά: ανάλογα με την σύνθλιψη της κεφαλής στους ενήλικες διενεργείται και CT για το απαραίτητο προεγχειρητικό πλάνο. Στα παιδιά το κάταγμα διατρέχει τον αυχένα της κερκίδας.

Θεραπεία: Ενήλικες – Tα απαρεκτόπιστα κατάγματατης κεφαλής της κερκίδας στους ενήλικες αντιμετωπίζονται συντηρητικά.

Τα παρεκτοπισμένα: ανοικτή ανάταξη και οστεοσύνθεση με βίδες.

Τα συντριπτικά: στο παρελθόν γινόταν εκτομή της κερκίδας, σήμερα γίνεται εκτομή της κερκίδας και εφαρμογή μεταλλικής πρόθεσης.

Στα παιδιά: σε κατάγματα του αυχένα της κερκίδας με γωνίωση μέχρι 30ο και παρεκτόπιση έως και 3 χιλ είναι αποδεκτά και γίνεται συντηρητική αντιμετώπιση.

Σε παρεκτόπιση πάνω από 30ο τότε επιχειρούμε κλειστή ανάταξη, επί αποτυχίας γίνεται ανοικτή ανάταξη.

Επιπλοκές: αρθρική δυσκαμψία, αστάθεια του αγκώνα και δευτεροπαθής οστεοαρθρίτιδα της βραχιονοκερκιδικής.

Κατάγματα της απόφυσης του ωλεκράνου

Παρατηρούνται δύο τύποι καταγμάτων: ένα συντρηπτικό κάταγμα που οφείλεται σε άμεση πλήξη ή σε άμεση πτώση και ένα απλό εγκάρσιο κάταγμα λόγω εξελκυσμού από την σύσπαση του τρικέφαλου κατά την πτώση του ασθενούς.

Κλινικά: εκδορά, οίδημα, εκχυμώσεις, ψηλαφητό κενό, ευαισθησία. Δυσκαμψία.

Θεραπεία: τα συντριπτικά κατάγματα αντιμετωπίζονται συντηρητικά όπως και τα απαρεκτόπιστα. Τα παρεκτοπισμένα αντιμετωπίζονται χειρουργικά με ανοικτή ανάταξη και εσωτερική οστεοσύνθεση.

Επιπλοκές: δυσκαμψία, ψευδάρθρωση, δευτεροπαθής οστεοαρθρίτιδα.

Κατάγματα κερκίδας και ωλένης

Μια στροφική βία συνήθως μετά από πτώση στο χέρι, προκαλεί σπειροειδή κατάγματα σε διαφορετικά επίπεδα στα οστά. Μια άμεση πλήξη προκαλεί εγκάρσια κατάγματα και στα δύο οστά στο ίδιο επίπεδο μαζί με πιθανή γωνίωση. Το αντιβράχιο είναι παραμορφωμένο, επώδυνο και οιδηματώδες.

Ακτινολογικά:

Στους ενήλικες: η γραμμή του κατάγματος και η παρεκτόπιση είναι εμφανής. Στα παιδιά: τα κατάγματα είναι κυρίως ατελή και εμφανίζονται κυρτωμένα χωρίς πολλές φορές γραμμή κατάγματος.

Θεραπεία: στα παιδιά επιχειρείται κλειστή ανάταξη και συγκράτηση με γύψο.

Στους ενήλικες λόγω της αναπόφευκτης παρεκτόπισης των τεμαχίων η ανοικτή ανάταξη και εσωτερική οστεοσύνθεση με πλάκα και βίδες είναι η καλύτερη λύση. Τα ανοικτά κατάγματα αντιμετωπίζονται με εξωτερική οστεοσύνθεση.

Επιπλοκές: κάκωση νεύρου (οπίσθιος μεσόστεος), σύνδρομο διαμερίσματος, πλημμελής πώρωση, ψευδάρθρωση

Κάταγμα ενός μόνο οστού του αντιβραχίου

Το μεμονωμένο κάταγμα της κερκίδας ή της ωλένης είναι σπάνιο και συνοδεύεται συνήθως με διαχωρισμό της άπω ή της εγγύς κερκιδοωλενικής άρθρωσης.

Θεραπεία: το μεμονωμένο κάταγμα της ωλένης αντιμετωπίζεται συντηρητικά με γύψο. Το μεμονωμένο κάταγμα της κερκίδας καλύτερα αντιμετωπίζεται με ανοικτή ανάταξη και εσωτερική οστεοσύνθεση.

Κάταγμα-εξάρθρημα Monteggia της ωλένης

Πρόκειται για κάταγμα της διάφυσης της ωλένης με συνοδό ρήξη της εγγύς κερκιδωλενικής άρθρωσης και εξάρθρημα της βραχιονοκερκιδικής. Επίσης εδώ συγκαταλέγεται και το κάταγμα του ωλέκρανου σε συνδυασμό με το εξάρθρημα της κεφαλής της κερκίδας. Ο μηχανισμός κάκωσης είναι πτώση πάνω στο χέρι με το αντιβράχιο σε βίαιο πρηνισμό.

Ακτινολογικά: η γραμμή του κατάγματος της ωλένης και η γωνίωση είναι εμφανής, θα πρέπει πάντοτε να υποψιαζόμαστε εξάρθρημα της εγγύς κερκιδωλενικής.

Θεραπεία: η χειρουργική αποκατάσταση του μήκους της ωλένης είναι απαραίτητα. Αυτό επιτυγχάνεται με ανοικτή ανάταξη και εσωτερική οστεοσύνθεση.

Επιπλοκές: παραμελημένο εξάρθρημα. Εάν το εξάρθρημα της κεφαλής της κερκίδας διαφύγει της προσοχής και δεν διαγνωσθεί και στην συνέχεια κατά τη θεραπεία δεν αναταχθεί τότε η κεφαλή της κερκίδας παραμένει εξαρθρωμένη και περιορίζει την κάμψη του αγκώνα. Στους ενήλικες η χειρουργική αποκατάσταση είναι απαραίτητη. Στα παιδιά περιμένουμε μέχρι το πέρας της οστικής ανάπτυξης και μετά επεμβαίνουμε.

Κάταγμα – εξάρθρημα Galeazzi της κερκίδας

Το ακριβώς αντίθετο της κάκωσης του Monteggia είναι ένα κάταγμα του περιφερικού τριτημορίου της κερκίδας με εξάρθρημα ή υπεξάρθρημα της περιφερικής κερκιδωλενικής άρθρωσης.

Συχνά το κάταγμα συνοδεύεται με κάκωση του ωλενίου νεύρου. Ακτινολογικά η ανεύρεση του κατάγματος είναι εμφανής, θα πρέπει όμως να υποψιαστούμε και να ελέγξουμε τη περιφερική κερκιδωλενική άρθρωση για εξάρθρημα ή υπεξάρθρημα.

Θεραπεία: στα παιδιά προσπαθούμε κλειστά να ανατάξουμε το κάταγμα και να αποκαταστήσουμε το μήκος του οστού. Στους ενήλικες η ανάταξη επιτυγχάνεται με ανοικτή ανάταξη και εσωτερική οστεοσύνθεση με συμπιεστική πλάκα στην κερκίδα. Διεγχειρητικά εκτελείται ακτινολογικός έλεγχος για την απεικόνιση της άπω κερκιδωλενικής άρθρωσης και σε περίπτωση που δεν είναι αναταγμένη ή είναι ασταθής η ανάταξη τότε η άρθρωση συγκρατείται με 1 βελόνα Kirschner. Σε συνοδό κάταγμα της στυλοειδούς απόφυσης της ωλένης και αυτό το τεμάχιο θα πρέπει να αναταχθεί και οστεοσυντεθεί.

Κάταγμα Colles

Πρόκειται για ένα εγκάρσιο κάταγμα στο άπω τριτημόριο της κερκίδας κεντρικότερα από την πηχεοκαρπική άρθρωση με ραχιαία παρεκτόπιση του κεντρικού τεμαχίου. Είναι το συχνότερο κάταγμα στους ενήλικες και σχετίζεται άμεσα με την μετεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση. Ο μηχανισμός κάκωσης είναι συνήθως μια ηλικιωμένη γυναίκα η οποία έχει μια πτώση με τεντωμένο το χέρι της.

Τα απαρεκτόπιστα κατάγματα αντιμετωπίζονται συντηρητικά με γύψο. Τα παρεκτοπισμένα κατάγματα προκαλούν χαρακτηριστική ραχιαία παρεκτόπιση την αποκαλούμενη ‘δίκην ράχης πιρουνιού’. Η αντιμετώπιση των παρεκτοπισμένων καταγμάτων είναι συντηρητική: ανάταξη υπό τοπική αναισθησία ή περιοχική αναισθησία και ακινητοποίηση σε γυψονάρθηκα με επανέλεγχο κάθε εβδομάδα του κατάγματος και της θέσης ανάταξης του.

Συντριπτικά και ασταθή κατάγματα Colles: εάν η ακινητοποίηση σε γύψο δεν είναι ικανή από μόνη της να συγκρατήσει το κάταγμα μπορεί διαδερμικά να ακινητοποιήσουμε το κάταγμα με 2-3 βελόνες Kirschner.

Επίσης η εσωτερική οστεοσύνθεση με ειδική πλάκα και βίδες έχει καλά αποτελέσματα. Η εξωτερική οστεοσύνθεση έχει αρκετά καλά αποτελέσματα σε συντριπτικά κατάγματα.

Επιπλοκές: κυκλοφορικές διαταραχές, κάκωση νεύρου, πλημμελής πώρωση, συνοδές κακώσεις της κερκιδωλενικής και του καρπού, ρήξη τένοντα: του μακρού εκτείνοντα του αντίχειρα, δυσκαμψία της άρθρωσης, σύνδρομο περιοχικού πόνου (Sudeck).

Κάταγμα Smith

Πρόκειται για κάκωση στην οποία το περιφερικό τεμάχιο παρεκτοπίζεται και αποκλίνει προσθίως (παλαμιαία). Αρκετές φορές καλείται και ανάστροφο ‘Colles’. Ο μηχανισμός κάκωσης είναι η πτώση στην ράχη του χεριού. Η θεραπεία είναι κλειστή ανάταξη και ακινητοποίηση σε γύψο.

Κάταγμα της στυλοειδούς απόφυσης της κερκίδας

Αυτή η κάκωση προκαλείται από βίαιη κερκιδική απόκλιση της πηχεοκαρπικής συνέπεια πτώσης πάνω στο χέρι. Ακτινολογικά φαίνεται καταγματική γραμμή η οποία είναι εγκάρσια, ακριβώς εγγύς της στυλοειδούς απόφυσης της κερκίδας.

Θεραπεία: εάν το κάταγμα είναι παρεκτοπισμένο θα πρέπει να αναταχθεί και να συγκρατηθεί με βίδες ή βελόνες Kirschner.

Κάταγμα- υπεξάρθρημα πηχεοκαρπικής Barton

Η κάκωση Barton είναι ένα λοξό κάταγμα το οποίο διατρέχει την παλαμιαία επιφάνεια του περιφερικού άκρου της κερκίδας και καταλήγει ενδαρθρικά στην πηχεοκαρπική. Το τεμάχιο του κατάγματος παρεκτοπίζεται παλαμιαίως και μαζί του παρεκτοπίζεται και ο καρπός. Πρόκειται για ένα ασταθές κάταγμα- εξάρθρημα.

Θεραπεία: επειδή το κάταγμα είναι ασταθές η καλύτερη λύση είναι η εσωτερική οστεοσύνθεση με πλάκα υποστήριξης και βίδες.

Συντριπτικά ενδαρθρικά κατάγματα σε νέους ενήλικες

Πρόκειται για κάκωση υψηλής βίας όπως όλα τα ενδαρθρικά κατάγματα η ανάταξη πρέπει να είναι άριστη ανατομικά και η κινητικότητα να αποκατασταθεί πρώιμα.

Θεραπεία: αρχικά η εξωτερική οστεοσύνθεση προσφέρει ένα είδος ανάταξης οπού μετά από κάποιες ημέρες η ανοικτή ανάταξη με πλάκα βίδες μπορεί να έχει ικανοποιητικά αποτελέσματα.

Επιπλοκές καταγμάτων της πηχεοκαρπικής: αστάθεια καρπού, δευτεροπαθής οστεοαρθρίτιδα.

Κατάγματα περιφερικού αντιβράχιου σε παιδιά

Το κάτω πέρας της κερκίδας και της ωλένης είναι ανάμεσα στις συχνότερες εστίες των παιδικών καταγμάτων. Το κάταγμα μπορεί να συμβεί δια του περιφερικού συζευκτικού χόνδρου της κερκίδας ή στη μετάφυση του ενός ή και των δύο οστών. Τα μεταφυσιακά κατάγματα είναι συχνά ατελή ή δίκην χλωρού ξύλου. Ο σύνηθες τραυματισμός είναι μια πτώση στο τεντωμένο χέρι με την πηχεοκαρπική σε έκταση. Το περιφερικό τεμάχιο συνήθως ωθείται ραχιαία, κατά πολλούς καλείται και παιδικό ‘Colles’. Μερικές φορές μπορεί να προκληθεί πτύχωση μόνο του φλοιού της μετάφυσης (συμπιεστικό κάταγμα).

Η πηχεοκαρπική είναι επώδυνη, και συχνά διογκωμένη.

Θεραπεία: τα κατάγματα του συζευκτικού χόνδρου ανατάσσονται κλειστά υπό αναισθησία και ακινητοποιούνται με γύψο. Τα κατάγματα πτύχωσης μόνο του φλοιού (συμπιεστικά) ακινητοποιούνται με γύψο. Τα κατάγματα δίκην χλωρού ξύλου ανατάσσονται κλειστά υπό αναισθησία και ακινητοποιούνται με γύψο. Τα πλήρη κατάγματα δύσκολα ανατάσσονται και είναι ασταθή. Επί αποτυχίας κλειστής ανάταξης τότε ανατάσσουμε κλειστά υπό αναισθησία και ακινητοποιούμε με 1 βελόνα Kirschner διαδερμικά.

Επιπλοκές: οίδημα του αντιβραχίου ,πλημμελής πώρωση.

Κακώσεις του καρπού

Περιλαμβάνουν τις διατάσεις των μαλακών μορίων και τα κατάγματα ή εξαρθρήματα των οστών του καρπού.

Κλινική εικόνα: μετά από ιστορικό πτώσης ο ασθενής παραπονείται για άλγος, οίδημα, αδυναμία σύλληψης στον καρπό. Υπάρχει εντοπισμένη ευαισθησία και περιορισμός των κινήσεων.

Ακτινολογικός έλεγχος: τα κατάγματα συνήθως είναι σχετικά εμφανή, αλλά υπό υποψίας αρνητικής ακτινογραφίας η αξονική τομογραφία και η μαγνητική τομογραφία είναι επιβοηθητικά μέσα.

Αρχές θεραπείας: ακόμη και σε περίπτωση που έχουμε ακτινολογικό έλεγχο αρνητικό για κάταγμα, το χέρι και ο καρπός πρέπει να ακινητοποιηθεί.

Κάταγμα σκαφοειδούς

Είναι το συχνότερο κάταγμα από τα οστάρια του καρπού. Ο μηχανισμός κάκωσης είναι πτώση, με τον καρπό σε έκταση. Η αγγείωση του σκαφοειδούς είναι ιδιαίτερη και ελαττώνεται όσο κεντρικότερα είναι το κάταγμα.

Το 1% των καταγμάτων του μέσου τριτημορίου μόνο υφίσταται ψευδάρθρωση. Το 20% των καταγμάτων του μέσου τριτημορίου υφίσταται ψευδάρθρωση και το 40% του κεντρικού τριτημορίου υφίσταται ψευδάρθρωση.

Κλινική εικόνα: υπάρχει ευαισθησία και οίδημα στην ανατομική ταμπακοθήκη.

Ακτινολογικός έλεγχος: προσθιοπίσθια, πλάγια και δύο λοξές λήψεις είναι απαραίτητες. Υπάρχει και ειδική λήψη για την απεικόνιση του σκαφοειδούς. Τις πρώτες ημέρες έως και 15 ημέρες το κάταγμα μπορεί να μην απεικονισθεί, για το λόγο αυτό η CT είναι πολύ χρήσιμη.

Θεραπεία: λαμβάνοντας υπόψη τα παρακάτω επί υποψίας κατάγματος του σκαφοειδούς θα πρέπει η πηχεοκαρπική άρθρωση να ακινητοποιείται. Μετά από δεύτερο ακτινολογικό έλεγχο και σε ύπαρξη κατάγματος η θεραπεία εξαρτάται από τον τύπο και το σημείο του κατάγματος.

Εάν το κάταγμα είναι παρεκτοπισμένο τότε θα πρέπει να ανατάσσεται και να συγκρατείται με 1 διακαταγματική βίδα τύπου Herbert.

Επιπλοκές: άσηπτη νέκρωση αντιμετωπίζεται χειρουργικά όσον το δυνατόν γρηγορότερα με οστικό μόσχευμα και μια διακαταγματική βίδα τύπου Herbert. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζεται και η ψευδάρθρωση. Η δευτεροπαθής οστεοαρθρίτιδα είναι αρκετά συχνή επιπλοκή και αντιμετωπίζεται με αρθρόδεση της πηχεοκαρπικής.

Κατάγματα των οστών του καρπού

Η διάγνωση του κατάγματος ενός μεμονωμένου οσταρίου είναι αρκετά δύσκολη με τις συνηθισμένες ακτινογραφίες. Φρόνιμο είναι σήμερα ο ασθενής να υποβάλλεται σε διερεύνηση με CT ή MRI.

Η κλινική εικόνα είναι τυπική: πόνος στη πηχεοκαρπική με έντονο οίδημα, άλγος, δυσχέρεια κινήσεων.

Θεραπεία: τα απαρεκτόπιστα κατάγματα αντιμετωπίζονται με γύψο, τα παρεκτοπισμένα χρειάζονται ανοικτή ανατομική ανάταξη και εσωτερική οστεοσύνθεση με βίδα.

Κακώσεις της ωλένιας πλευράς του καρπού

Η περιφερική κερκιδοωλενική άρθρωση συχνά υφίσταται κάκωση σε κατάγματα της κερκίδας, ενώ λιγότερο συχνά ως μεμονωμένο γεγονός.

Οι κακώσεις περιλαμβάνουν τις ρήξεις του τρίγωνου ινοχόνδρινου συμπλέγματος (TFCC), την απόσπαση της στυλοειδούς απόφυσης της ωλένης και τα ενδαρθρικά κατάγματα της ωλένης.

Κλινικά: παρουσία οιδήματος, τοπική ευαισθησία, πόνος και το σημείο ‘πλήκτρο- πιάνου’ με προέχουσα την κεφαλή της ωλένης.

Ακτινολογικά: οι προσθιοπίσθιες και πλάγιες ακτινογραφίες είναι επιβοηθητικές. Σε ρήξη του TFCC η MRI, η CT και το αρθρογράφημα είναι αναγκαία για τη διάγνωση του.

Θεραπεία: το εξάρθρημα της περιφερικής κερκιδωλενικής άρθρωσης μπορεί συνήθως να αναταχθεί με κλειστούς χειρισμούς, και σταθεροποίηση με 1-2 βελόνες Kirschner. Η ρήξη του TFCC επιδιορθώνεται αρθροσκοπικά.

Σκαφομηνοειδής διαχωρισμός

Πρόκειται για υπεξάρθρημα του σκαφοειδούς, και ρήξη του συνδέσμου μεταξύ σκαφοειδούς και μηνοειδούς. Πολλές φορές η διάγνωση τίθεται αργά μετά από 1-2 μήνες, όταν η διάγνωση τεθεί νωρίτερα από 1 μήνα τότε έχει ένδειξη η ανοικτή ανάταξη και σταθεροποίηση με βελόνες Kirschner.

Μηνοειδής και περιμηνοειδή εξαρθρήματα

Μία πτώση με το χέρι σε έκταση μπορεί να προκαλέσει ρήξη του συνδέσμου του καρπού.

Το μηνοειδές οστούν παραμένει προσκολλημένο στη κερκίδα και ο υπόλοιπος καρπός παρεκτοπίζεται οπίσθια (περιμηνοειδές εξάρθρημα).

Αρκετές φορές το μηνοειδές οστούν μπορεί να μοχλευτεί και να παρεκτοπισθεί παλαμιαία (μηνοειδές εξάρθρημα). Σε άλλες περιπτώσεις το σκαφοειδές οστούν μπορεί να υποστεί κάταγμα σε περιμηνοειδές εξάρθρημα, τότε επέρχεται το διασκαφοειδές περιμηνοειδές εξάρθρημα.

Κλινικά: οίδημα και παραμόρφωση στην ΠΧΚ άρθρωση. Πολλές φορές λόγω πίεσης του μέσου νεύρου στον καρπιαίο σωλήνα προκαλούνται παραισθησίες και αιμωδίες.

Ακτινολογικά: διερευνάται η πιθανότητα κατάγματος κάποιου οσταρίου του καρπού μαζί με συνοδό περιμηνοειδές εξάρθρημα. Σε μηνοειδές εξάρθρημα: το μηνοειδές οστούν σε πλάγια ακτινογραφία απεικονίζεται εξαρθρημένο παλαμιαία.

Θεραπεία: κλειστή ανάταξη και συγκράτηση αυτής με βελόνες Kirschner. Ανοικτή ανάταξη σε αποτυχία κλειστής ανάταξης.

Επιπλοκές: άσηπτη νέκρωση του μηνοειδούς.

Κακώσεις της άκρας χειρός

Η αντιμετώπιση των κακώσεων της άκρας χειρός πρέπει να είναι άριστη λόγω της ιδιαιτερότητας της άκρας χειρός. Η άκρα χείρα θα πρέπει να ακινητοποιείται σε ασφαλή θέση για αποφυγή δυσκαμψίας, συμφύσεων και ρικνώσεων. Επίσης θα πρέπει να αντιμετωπισθεί το οίδημα και η αποκατάσταση του ασθενούς.

Καρπομετακάρπιο εξάρθρημα

Παρατηρείται σε μποξέρ και μοτοσυκλετιστές. Χρειάζεται ανάταξη και εφαρμογή γύψου. Σε ασταθή ανάταξη σταθεροποιούμε με 1 βελόνα Kirschner, κυρίως στον αντίχειρα.

Κατάγματα μετακαρπίων

Τα κατάγματα αυτά προκαλούνται μετά από άμεση πλήξη ή από πτώση. Τα μετακάρπια μπορεί να υποστούν κάταγμα στην ωλένη, στον αυχένα ή στη διάφυση τους. Τα απαρεκτόπιστα κατάγματα αντιμετωπίζονται συντηρητικά με γύψο. Τα παρεκτοπισμένα ανατάσσονται και σε περίπτωση αστάθειας σταθεροποιούνται είτε με βελόνες είτε με πλάκα και βίδες.

Επιπλοκές: πλημμελής πώρωση,  δυσκαμψία.

Κάταγμα- υπεξάρθρημα Benett

To κάταγμα της βάσεως του 1-ου μετακαρπίου, που επεκτείνεται προς την καρπομετακάρπια άρθρωση, αποτελεί ασταθή κάκωση. Το κάταγμα εύκολα ανατάσσεται αλλά δύσκολα συγκρατείται.

Θεραπεία: επί αποτυχίας κλειστής ανάταξης, το κάταγμα πρέπει να οστεοσυντεθεί με 1 βελόνα ή 1 βίδα.

Επιπλοκές: δευτεροπαθής οστεοαρθρίτιδα της 1-ης καρπομετακάρπιας άρθρωσης.

Εξάρθρημα μετακαρποφαλαγγικής άρθρωσης

Κυρίως ο αντίχειρας και το μικρό δάκτυλο εξαρθρώνεται. Η ακτινογραφία είναι τυπική.

Θεραπεία: προσπάθεια κλειστής ανάταξης είναι συνήθως επιτυχής. Επί αποτυχίας αυτής γίνεται ανοικτή ανάταξη.

Ρήξη πλαγίου συνδέσμου της μετακαρποφαλαγγίκης άρθρωσης του αντίχειρα

Ονομάζεται επίσης και αντίχειρας του σκιέρ. Ο μηχανισμός κάκωσης είναι κατά την πτώση με τον αντίχειρα σε έκταση ο οποίος βίαια ωθείται σε υπερ-απαγωγή.

Κλινικά: ωλενίως της άρθρωσης οίδημα, διόγκωση και ευαισθησία.

Θεραπεία: εάν η ρήξη είναι μερική γίνεται ακινητοποίηση με γύψο. Οι πλήρεις ρήξεις χρήζουν χειρουργικής αποκατάστασης.

Κατάγματα φαλαγγών

Προκαλούνται από άμεση βία. Η αντιμετώπιση τους είναι κυρίως περιποίηση του δέρματος και στη συνέχεια ανάλογα με τον τύπο του κατάγματος και την βαρύτητα του τραυματισμού.

Απαρεκτόπιστα κατάγματα: ‘σύζυγος’ περίδεση – περίδεση του δακτύλου με το διπλανό του.

Παρεκτοπισμένο κάταγμα εγγύς ή μέσης φάλαγγας: υπό αναισθησία εκτελείται ανάταξη του κατάγματος και εάν αυτή είναι ασταθής τότε σταθεροποιείται με 1-2 βελόνες.

Κατάγματα της περιφερικής φάλαγγας: πρόκειται για συνθλιπτικές κακώσεις που οφείλονται σε πλήξη από σφυρί ή από πτώση αντικειμένου. Συντηρητική αντιμετώπιση.

Εξάρθρημα μεσοφαλαγγικής: είναι συχνό και ανατάσσεται εύκολα.

Διαστρέμματα των αρθρώσεων των δακτύλων: συχνά κάκωση η οποία αντιμετωπίζεται συντηρητικά.

Σφυροδακτυλία: ‘mallet finger’ πρόκειται για ρήξη του εκτείνοντα του δακτύλου ή απόσπαση του από τη βάση της ονυχοφόρου φάλαγγας.

Θεραπεία: εφαρμογή νάρθηκα ‘mallet splint’, επί αποτυχίας γίνεται χειρουργική αποκατάσταση.

Ανοικτά τραύματα άκρας χειρός

Οι ανοικτές κακώσεις της άκρας χειρός μπορεί να είναι καθαρά τραύματα από νισών όργανο (μαχαίρι), θλαστικά με νεκρωτικούς ιστούς, σύνθλιψη, έλλειμμα ιστών, έγχυση ξένου υλικού-υγρού, ακρωτηριασμοί. Γίνεται εκτίμηση του δέρματος, της αγγείωσης, της αισθητικότητας και της μυϊκής ισχύος στη συνέχεια έλεγχος των τενόντων.

Οι ακτινογραφίες απεικονίζουν τυχών βλάβες των οστών και ακτινοσκιερά ξένα σώματα.

Θεραπεία: έκπλυση του τραύματος, λήψη καλλιεργειών, αντιτετανικός ορός. Στη συνέχεια στο χειρουργείο γίνεται διερεύνηση του τραύματος. Τα κατάγματα ανατάσσονται με βελόνες Kirschner, ο αρθρικός θύλακος και οι σύνδεσμοι επιδιορθώνονται με λεπτά ράμματα, τα αγγεία, οι τένοντες και τα νεύρα συρράπτονται με μικρά ράμματα και με τη βοήθεια μεγεθυντικών γυαλιών (lupes). Στη συνέχεια το δέρμα θα πρέπει να συραφτεί χαλαρά με ράμματα χωρίς τάση. Εάν υπάρχει έλλειμμα δέρματος χρησιμοποιείται δερματικό μόσχευμα ή ανάστροφος γειτονικός κρημνός. Στη συνέχεια το τραύμα καλύπτεται με γάζες και εφαρμόζουμε νάρθηκα.

Μετεγχειρητικά: δίνεται αντιβίωση σύμφωνα με τις καλλιέργειες. Η λειτουργική αποκατάσταση αρχίζει από την επόμενη μέρα με τη βοήθεια φυσικοθεραπευτή.

Κακώσεις της ράγας και του πολφού του δακτύλου

Τα παιδιά έχουν πολλή μεγάλη επουλωτική ικανότητα και αντιμετωπίζονται με απλή επίδεση. Σε νέους και ηλικιωμένους όταν έχουμε πλήρες έλλειμμα χωρίς όμως να φαίνεται εκτεθειμένο οστούν τότε μόνο ένας προωθητικός κρημνός φτάνει. Εάν όμως υπάρχει εκτεθειμένο οστούν, τότε θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με κρημνό ή εάν αυτό είναι αδύνατο τότε γίνεται διαμόρφωση κολοβώματος. Το μήκος του αντίχειρα ποτέ δεν θα πρέπει να θυσιάζεται.

Κακώσεις της κοίτης του όνυχα

Είναι συνοδές κακώσεις σε συνθλιπτικά κατάγματα της ονυχοφόρου φάλαγγας. Γίνεται προσεκτική επιδιόρθωση και εάν χρειαστεί γίνεται και λήψη δερματικού μοσχεύματος.

Παθήσεις άκρας χειρός

Το χέρι αποτελεί το μέσο επαφής μας με τον έξω κόσμο. Η παραμόρφωση και η απώλεια λειτουργικότητας γρήγορα γίνονται αντιληπτές.

Ιστορικό

Kλινικά ένας ασθενής προσέρχεται με πόνο στο χέρι, ο οποίος προέρχεται είτε από το χέρι είτε αντανακλά από τον αυχένα, ώμο ή μεσοθωράκιο.

Παραμόρφωση: αιφνίδια ή σταδιακή, οίδημα εντοπισμένο ή προσβάλλει πολλές αρθρώσεις, απώλεια λειτουργικότητας – δυσκολία χειρισμών στην καθημερινότητα (ντύσιμο, τουαλέτα, προσωπική υγιεινή, ξεκλείδωμα μιας πόρτας κλπ), διαταραχές αισθητικότητας και μυϊκή αδυναμία σε νευρολογικές διαταραχές με προσβολές των κατώτερων αυχενικών ριζών.

Κλινική εξέταση

Η εξέταση του χεριού χρειάζεται υπομονή και προσοχή στις λεπτομέρειες.
Επισκόπηση: δέρμα, ουλές, τρίχες, μυϊκή ατροφία, παραμόρφωση, οζίδια, οίδημα θα πρέπει να εξετάζονται επιμελώς.
Ψηλάφηση: εξετάζεται η θερμοκρασία, η υφή του δέρματος, το οίδημα, η πάχυνση, οι τένοντες, οι αρθρώσεις και η ευαισθησία.
Κινητικότητα: εξετάζονται οι παθητικές και οι ενεργητικές κινήσεις. Γίνεται έλεγχος των επιπολής και εν τω βάθει καμπτήρων, μακρών εκτεινόντων, εξέταση των αυτόχθονων μυών του χεριού, των μεσόστεων και των ελμινθοειδών. Ελέγχουμε τις κινήσεις του αντίχειρα: κάμψη, έκταση, απαγωγή, προσαγωγή και αντίθεση.

Εξέταση της δύναμης της ισχυρής και λεπτής σύλληψης:

Νευρολογική εκτίμηση: εκτελείται πάντα σε περιπτώσεις τραυματισμού, και όταν έχουμε αιμωδίες, αδυναμία, υπαισθησία και παραισθησίες. Γίνεται λεπτομερής έλεγχος των εξής: μυϊκή ισχύς, αντανακλαστικά, αισθητικότητα, ψυχρό- θερμό και στερεογνωσία.

Συγγενείς παραμορφώσεις

Το χέρι και το πόδι είναι οι πιο κοινές εστίες συγγενούς παραμόρφωσης του μυοσκελετικού συστήματος με ποσοστό συχνότητας 1:1000 γεννήσεις…Η πρώιμη αναγνώριση είναι σημαντική για την περαιτέρω αντιμετώπιση.

Οι διαμαρτίες της διάπλασης διακρίνονται σε επτά τύπους:

  1. Αποτυχία σχηματισμού: η ολική ή μερική απουσία των μελών μπορεί να είναι εγκάρσια (συγγενείς ακρωτηριασμοί) ή αξονική – απουσία μιας ολικής ακτίνας.
  2. Αποτυχία διαφοροποίησης: τα δάκτυλα είναι μερικώς ή πλήρως συνδεδεμένα μεταξύ τους (συνδακτυλία).
  3. Αποτυχία ανάπλασης.
  4. Διπλασιασμός: πολυδακτυλία, υπεράριθμο δάκτυλο.
  5. Υπερανάπτυξη: γιγαντιαίο δάκτυλο, το οποίο είναι κυρίως αισθητικό πρόβλημα.
  6. Υποανάπτυξη: ο αντίχειρας υπολείπεται ή απουσιάζει.
  7. Ταινίες περίσφιξης:  κατά την εγκυμοσύνη πολλές φορές οδηγούν στον ακρωτηριασμό.
  8. Γενικευμένες διαμαρτίες διάπλασης, αραχνοδακτυλία σε σύνδρομο Marfan και σε αχονδροπλασία (‘χέρι δίκην τρίαινας’).

Οξείες λοιμώξεις της άκρας χειρός

Οι λοιμώξεις της άκρας χειρός περιορίζονται συχνά σε ένα από τα ανατομικά διαμερίσματα. Σχεδόν πάντα οφείλονται σε σταφυλόκοκκο ο οποίος ενοφθαλμίζεται μετά από ασήμαντη ή μη αντιληπτή κάκωση.

Η οξεία φλεγμονή της άκρας χειρός είναι επικίνδυνη λόγω της αύξησης της πίεσης στα ανατομικά διαμερίσματα όπου η αιμάτωση στη συνέχεια μπορεί να απειληθεί και να έχουμε επακόλουθη νέκρωση και ισχαιμία. Εάν η οξεία φλεγμονή δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα μπορεί να καταλήξει σε ένα δύσκαμπτο και μη λειτουργικό χέρι.

Κλινικά: από το ιστορικό ο ασθενής αναφέρει ασήμαντο τραυματισμό ή δήγμα από αγκάθι στο οποίο μετά από 2-3 ημέρες το δάκτυλο καθίσταται δύσκαμπτο, οιδηματώδες, ερυθρό, επώδυνο και υπό τάση. Ο ασθενής μπορεί να εμφανίζει καταβολή και εμπύρετο με τον πόνο να γίνεται σφύζων.

Γενικές αρχές θεραπείας:

  • Αντιβιοτικά: γίνεται πρώτα λήψη καλλιεργειών οπού αμέσως μετά δίνεται τυφλά αντιβιοτική αγωγή (συνήθως αντισταφυλοκοκκικά αντιβιοτικά) και στη συνέχεια μετά από 3-4 ημέρες χορηγούμε αντιβιοτικά με βάση το αντιβιόγραμμα.
  • Ανάπαυση, ανάρροπη θέση: σε σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να γίνει και εισαγωγή στο νοσοκομείο για ενδοφλέβια αντιβιοτική αγωγή.
  • Παροχέτευση: χειρουργικός καθαρισμός και σε ορισμένες περιπτώσεις το τραύμα αφήνεται ‘ανοικτό’.
  • Ναρθηκοποίηση: τοποθέτηση σε προσθαφαιρούμενο νάρθηκα με το χέρι σε θέση ασφαλούς ακινητοποίησης.
  • Φυσικοθεραπεία: κινητοποίηση αμέσως μετά την πάροδο της οξείας φλεγμονής.
Ειδικοί τύποι λοιμώξεων
  • Η παρωνυχία: λοίμωξη κάτω από την πτυχή του όνυχος. Στα πρώτα στάδια η θεραπεία είναι χορήγηση αντιβιοτικών, ενώ εάν υπάρχει πύον γίνεται έγερση της πτυχής ή ακόμη και παροχέτευση.
  • Λοίμωξη του πολφού: μετά από τρύπημα από αγκάθι. Η ράγα του δακτύλου είναι οιδηματώδης, ερυθρή και ευαίσθητη. Χορηγείται αντιβίωση και γίνεται παροχέτευση πάνω από το σημείο της μέγιστης φλεγμονής και ευαισθησίας.
  • Υποδόριες λοιμώξεις: χορηγείται αντιβίωση και αν υπάρχει συλλογή γίνεται παροχέτευση.
  • Τενοντοελυτρίτιδα: είναι πολύ σπάνια αλλά πολύ επικίνδυνη. Υπάρχει κίνδυνος νέκρωσης του τένοντα με αποτέλεσμα απώλεια της λειτουργικότητας.

Αρθρίτιδες της άκρας χειρός

Ρευματοειδής αρθρίτιδα

Το χέρι προσβάλλεται συχνότερα από κάθε άλλο σημείο του σώματος από ρευματοειδή αρθρίτιδα. Αρχικά προσβάλλονται οι κεντρικές αρθρώσεις με υμενίτιδα και οι τένοντες με τενοντοελυτρίτιδα. Εάν δεν δοθεί αγωγή σε αυτήν τη φάση τότε έχουμε εξέλιξη σε αρθρίτιδα και σε τενόντιες αυτόματες ρήξεις με μηχανική αποδιοργάνωση της άκρας χειρός. Το τελικό στάδιο είναι αστάθεια των αρθρώσεων, ρήξεις των τενόντων, προοδευτική παραμόρφωση και απώλεια της λειτουργικότητας.

Κλινικά: Αρχικά υπάρχει πόνος, δυσκαμψία, οίδημα των μετακαρποφαλαγγικών και εγγύς φαλαγγοφαλαγγικών αρθρώσεων, και τα δύο χέρια προσβάλλονται συμμετρικά. Καθώς η νόσος εξελίσσεται εμφανίζονται παραμορφώσεις, ωλένια απόκλιση των δακτύλων, υπεξάρθρημα των μετακαρποφαλαγγικών αρθρώσεων και παραμορφώσεις των δακτύλων τύπου ‘δίκην λαιμού κύκνου’ (swan neck deformity) και ‘δίκην κουμπότρυπας’ (boutonniere deformity).

Για τη διάγνωση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας είναι χρήσιμες οι ακτινογραφίες στα αρχικά στάδια καθώς και αργότερα για να γίνεται σύγκριση και έλεγχος της πορείας της νόσου. Επίσης πραγματοποιούμε ειδικές ρευματολογικές εξετάσεις αίματος.

Θεραπεία: στα αρχικά στάδια χορηγούμε αντιρευματολογικά φάρμακα, χημειοθεραπευτικά, κορτιζόνη, anti TNF παράγοντα, άλατα χρυσού και τοποθετούμε γυψονάρθηκα. Σε εμένουσες υμενίτιδες γίνεται χειρουργική υμενεκτομή. Σε περίπτωση που οι παραμορφώσεις έχουν εγκατασταθεί τότε οι κομμένοι τένοντες αποκαθίστανται ή γίνονται τενοντομεταφόρες. Οι αστάθειες των αρθρώσεων χειρουργούνται με αρθροπλαστική ή πλαστική επέμβαση.

Σε πολύ προχωρημένες καταστάσεις: η αρθρόδεση καρπού ή δακτύλου σε λειτουργική θέση είναι σημαντική και βοηθά στην καθημερινή ζωή των ασθενών.

Οστεοαρθρίτιδα

Κυρίως προσβάλλει τις άπω φαλαγγο-φαλαγγικές αρθρώσεις και πολύ συχνά τις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Μπορεί να προσβάλλει πολλά δάκτυλα συγχρόνως. Οι περιφερικές αρθρώσεις καθίστανται ευαίσθητες, επώδυνες και οιδηματώδεις. Κατά την εξέταση παρατηρούνται όγκοι, πάχυνση, όζοι του Heberden και δυσκαμψία. Πολύ συχνά προσβάλλεται η βασική άρθρωση του αντίχειρα η οποία θέλει ιδιαίτερη αγωγή με εγχύσεις κορτιζόνης και ειδική χειρουργική επέμβαση με τενοντομεταφορές ή ακόμη και αρθρόδεση.

Η θεραπεία στα δάκτυλα είναι συμπτωματική με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα και χονδροπροστατευτικά. Όταν τα συμπτώματα μετά από 6-12 μήνες υποχωρούν και ο ασθενής καταλήγει να φέρει στα χέρια του ανώδυνους όζους τότε μπορεί να έχουμε έντονη παραμόρφωση με πτώση της ονυχοφόρου φάλαγγας (mallet finger).

Επίκτητες παραμορφώσεις της άκρας χειρός

Οι επίκτητες παραμορφώσεις του χεριού μπορεί να οφείλονται σε διαταραχές του δέρματος, των υποδορίων ιστών, των μυών, τενόντων, αρθρώσεων, οστών ή της νευρομυϊκής λειτουργίας.

Ρίκνωση του δέρματος: τα ανοικτά τραύματα και τα εγκαύματα της παλαμιαίας επιφάνειας του δέρματος είναι επιρρεπής σε επούλωση με το σχηματισμό ρικνώσεων ή τη σύγκαμψη των δακτύλων. Οι χειρουργικές τομές δεν πρέπει ποτέ να διασταυρώνονται με τις πτυχές κάμψεως του δέρματος. Οι εγκατεστημένες ουλές και ρικνώσεις μπορεί να χρήζουν εκτομής της ουλής και πλαστική ‘Ζ’ του υπερκείμενου δέρματος.

Ρίκνωση Dupuytren: πρόκειται για οζώδη υπερτροφία και ρίκνωση της παλαμιαίας απονεύρωσης. Η αιτία της νόσου αυτής είναι κυρίως κληρονομική και υπάρχει προδιάθεση σε ασθενείς που είναι αλκοολικοί, που πάσχουν από κίρρωση του ήπατος, σακχαρώδη διαβήτη, επιληψία, σε άτομα που λαμβάνουν φαινυτοΐνη και σε ασθενείς με AIDS.

Κλινική εικόνα: ο ασθενής συνήθως είναι μεσήλικας άντρας και προσέρχεται με μία οζώδη πάχυνση στη παλάμη. Σταδιακά η πάχυνση προσβάλλει την παλάμη και επεκτείνεται προς τον παράμεσο και μικρό δάκτυλο. Συχνά προσβάλλονται και τα δύο χέρια. Σταδιακά σχηματίζονται χορδές οι οποίες προσβάλλουν τα δάκτυλα και προκαλούν δυσκαμψία ή ακόμη και σύγκαμψη των μετακαρποφαλαγγικών και εγγύς φαλαγγικών αρθρώσεων.

Παρόμοιοι όζοι μπορούν να εμφανιστούν στα πέλματα (νόσος του Lederhose) και στα σηραγγώδη σώματα του πέους (νόσος του Peyronie).

Θεραπεία: στα αρχικά στάδια γίνεται φυσικοθεραπεία, κρουστικά κύματα, τοποθέτηση νάρθηκα ή έγχυση του ενζύμου κολαγενάση (XIAPEX).

Εάν η κατάσταση είναι προχωρημένη τότε πραγματοποιείται χειρουργική εκτομή της πεπαχυμένης απονεύρωσης με ‘Ζ’ πλαστική. Μετεγχειρητικά για την πλήρη αποκατάσταση της κάμψης- έκτασης είναι χρήσιμη η φυσικοθεραπεία- κινησιοθεραπεία για τουλάχιστον 10-20 συνεδρίες.

Νευρομυϊκές διαταραχές:
  • Ωλένια γαμψοδακτυλία: είναι χαρακτηριστική παραμόρφωση που ακολουθεί τη βλάβη του ωλενίου νεύρου.
  • Βράχυνση των αυτόχθονων μυών: προκαλεί κάμψη των μετακαρποφαλαγγικών αρθρώσεων και έκταση των φαλαγγοφαλαγγικών αρθρώσεων με προσαγωγή του αντίχειρα. Η κύρια αιτία είναι η σπαστικότητα μετά από εγκεφαλική παράλυση και η ουλοποίηση. Οι μετρίου βαθμού ρικνώσεις μπορούν να αντιμετωπισθούν με απελευθέρωση των αυτόχθονων μυών στα σημεία που διασταυρώνουν τις μετακαρποφαλαγγικές αρθρώσεις.
  • Ισχαιμική ρίκνωση των μυών του αντιβραχίου: πρόκειται για επακόλουθο ισχαιμικής ρίκνωσης τύπου Volkmann. Παρατηρείται βράχυνση των μακρών καμπτήρων και τα δάκτυλα διατηρούνται σε κάμψη, ενώ μπορούν να ευθειαστούν μόνο εάν καμφθεί ο καρπός. Μερικές φορές η εικόνα περιπλέκεται από συνοδό κάκωση του ωλενίου ή του μέσου νεύρου ή και των δύο.

Σε σοβαρή αναπηρία μερική βελτίωση μπορεί να επιτευχθεί με την απελευθέρωση των ρικνωμένων μυών στις εκφύσεις τους άνωθεν του αγκώνος ή με εκτομή των ρικνωμένων μυών και αποκατάσταση της κινητικότητας των δακτύλων με τενοντομεταφόρες.

Βλάβες τενόντων:
  • Σφυροδακτυλία: ‘mallet finger’ ή ‘baseball finger’. Είναι αποτέλεσμα κάκωσης του εκτείνοντα της τελικής φάλαγγας. Ο ασθενής δεν μπορεί να εκτείνει την τελική φάλαγγα ενεργητικά αλλά μπορεί παθητικά.

Υπάρχουν ειδικοί νάρθηκες τύπου ‘mallet splint’ που τοποθετούνται για 8 εβδομάδες. Εάν δεν αποδώσουν αυτοί οι νάρθηκες και η κάκωση είναι παραμελημένη τότε γίνεται χειρουργείο: αρθρόδεση της άπω φαλαγγοφαλαγγικής άρθρωσης.

  • Ρήξη του μακρού εκτείνοντα του αντίχειρα: ο μακρός εκτείνων του αντίχειρα μπορεί να υποστεί αυτόματη ρήξη είτε λόγω κατάγματος Colles είτε λόγω συστηματικής νόσου (π.χ. ρευματοειδούς αρθρίτιδας). Η άμεση συρραφή σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι ικανοποιητική. Εκτελείται τενοντομεταφορά χρησιμοποιώντας τον ιδίο εκτείνοντα του δείκτη. 
  • Πτώση του δακτύλου: πρόκειται για αυτόματη ρήξη εκτείνοντα τένοντα λόγω εκφύλισης του στον καρπό. Η συρραφή του με γειτονικό εκτείνοντα τένοντα είναι μια καλή λειτουργική λύση.
  • Παραμόρφωση ‘δίκην κομβιοδόχου’- ‘buttonieredeformity’: πρόκειται για παραμορφωτική κάμψη της εγγύς φαλαγγοφαλαγγικής άρθρωσης λόγω διακοπής της κεντρική δέσμης του εκτατικού μηχανισμού. Παρατηρείται μετά από τραύματα σε ρευματολογική νόσο ή μετά από τραυματική ρήξη. Αρχικά τοποθετείται νυκτερινός νάρθηκας και εάν είναι δυνατόν γίνεται συρραφή του. Σε ρευματικές παθήσεις είναι πολύ δύσκολη η επιδιόρθωση.
  • Παραμόρφωση ‘δίκην λαιμού κύκνου’- ‘swanneckdeformity’: πρόκειται για το αντίθετο από το ‘buttoniere deformity’. Η εγγύς φαλαγγο-φαλαγγική άρθρωση είναι σε υπερέκταση και η περιφερική φαλαγγο-φαλαγγική σε κάμψη. Οφείλεται σε διαταραχή της ισορροπίας στην δράση των εκτεινόντων έναντι των καμπτήρων του δακτύλου και συχνά παρατηρείται σε ρευματοειδή αρθρίτιδα. Η παραμόρφωση διορθώνεται με αποκατάσταση της λειτουργίας των εκτεινόντων και σταθεροποίηση της άρθρωσης.
  • Εκτινασσόμενος δάκτυλος- ‘triggerfinger’: η βλάβη αυτή είναι συχνή κυρίως στον αντίχειρα, στον παράμεσο ή ακόμη και στο μέσο δάκτυλο. Το δάκτυλο μόλις κλείσει σε γροθιά (κάμψη) αδυνατεί να ανοίξει σε έκταση και παραμένει κολλημένο σε κάμψη. Με λίγη περισσότερη προσπάθεια το δάκτυλο αιφνιδίως αναπηδά ‘δίκην σκανδάλης’. Η αιτία είναι πάχυνση του ινώδους ελύτρου του τένοντα. Η πάθηση εάν επιμένει και είναι ενοχλητική έχει ένδειξη για διάνοιξη του ελύτρου και απελευθέρωση του τένοντα. Στον αντίχειρα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή λόγω της γειτνίασης των δακτυλικών νεύρων με το έλυτρο του τένοντα.
  • Βρεφικός εκτινασσόμενος δάκτυλος: πολλές φορές η διάγνωση διαφεύγει εσφαλμένα ως εξάρθρημα του αντίχειρα. Η θεραπεία μπορεί να αναβληθεί μέχρι την ηλικία του ενός έτους.

Οστικές βλάβες: Τα κατάγματα με πλημμελή πόρωση μπορεί να προκαλέσουν παραμόρφωση των μετακαρπίων και των φαλαγγών. Σε σοβαρές παραμορφώσεις χρειάζεται να γίνει οστεοτομία και εσωτερική οστεοσύνθεση.

Παθήσεις πηχεοκαρπικής

Κλινική εκτίμηση – ιστορικό – διάγνωση

  • Πόνος: παρουσιάζεται πλάγια, έσω και έξω σε στενωτική τενοντοελυτρίτιδα των εκτεινόντων του αντίχειρα ή σε παθήσεις του καρπού (π.χ. αρθρίτιδα).
  • Δυσκαμψία σε προχωρημένες καταστάσεις
  • Οίδημα σε αρθρίτιδα
  • Παραμορφώσεις συνέπεια τραύματος
  • Απώλεια λειτουργικότητας συνήθως σε αδρή σύλληψη.

Ο επώδυνος καρπός οφείλεται κυρίως σε παθήσεις που έχουν σχέση με διαταραχές της άρθρωσης: λοίμωξη, άσηπτη νέκρωση του μηνοειδούς οστού, σε αστάθεια του καρπού, ρευματοειδή αρθρίτιδα, οστεοαρθρίτιδα.

Περιαρθρικές διαταραχές παρουσιάζονται συνήθως σε νόσο του DeQuervain.

Αναφερόμενος πόνος (από άλλο σημείο) συνήθως είναι λόγω αυχενικής σπονδύλωσης.

Επισκόπηση: για αναζήτηση ουλών, οιδήματος κλπ.

Ψηλάφηση: για ύπαρξη γάγγλιων, παραμορφώσεων και θερμοκρασίας.

Κινητικότητα: ελέγχεται για τυχών δυσκαμψία και έλλειμμα κινητικότητας.

Διαγνωστικός έλεγχος
  • Ακτινογραφίες για τυχών αρθριτικές αλλοιώσεις ή κατάγματα.
  • MRI για γάγγλια ή σημεία άσηπτης νέκρωσης του μηνοειδούς. 
  • Αρθροσκόπηση για έλεγχο του τρίγωνου χόνδρου ή και σε αρθριτικές αλλοιώσεις.

Παραμορφώσεις πηχεοκαρπικής

Συγγενείς παραμορφώσεις:
  • Κερκιδική ραιβοχειρία: το νεογνό γεννιέται με την πηχεοκαρπική άρθρωση σε έντονη απόκλιση. Υπάρχει πλήρης ή μερική απουσία της κερκίδας μαζί και με τον αντίχειρα. Η θεραπεία στο νεογνό περιλαμβάνει ήπιους χειρισμούς και νάρθηκα όπως και την επικέντρωση ….του καρπού στην ωλένη πριν το παιδί φτάσει στα 3 έτη.
  • Παραμόρφωση Madelung: ο καρπός αποκλίνει παλαμιαία, αφήνοντας την ωλένια κεφαλή να προέχει στη ραχιαία επιφάνεια της πηχεοκαρπικής. Η λειτουργικότητα συνήθως είναι άριστη και σε χειρότερες περιπτώσεις ή παραμορφώσεις μπορεί να διορθωθεί επεμβατικά με οστεοτομία.
Επίκτητες παραμορφώσεις:
  • Μετατραυματικές παραμορφώσεις: μετά από διάφορα κατάγματα το οστό πωρώνεται σε πλημμελή θέση.
  • Ατραυματικές παραμορφώσεις: σε ρευματοειδή αρθρίτιδα και εγκεφαλική παράλυση. 

Φυματίωση πηχεοκαρπικής

Η φυματίωση στην πηχεοκαρπική σπάνια διαγιγνώσκεται πριν την εξέλιξη της σε πραγματική αρθρίτιδα. Τα κύρια συμπτώματα είναι σταδιακός πόνος, δυσκαμψία, αδυναμία, ατροφία στο αντιβράχιο και η πηχεοκαρπική είναι οιδηματώδης και θερμή.

Η διάγνωση γίνετε με ακτινολογικό έλεγχο ο οποίος δείχνει περιοχική οστεοπόρωση και οστικές διαβρώσεις. Η πάθηση θα πρέπει να διαφοροδιαγνωσθεί από την ρευματοειδή αρθρίτιδα, και για αυτό το λόγο απαραίτητες είναι οι αιματολογικές εξετάσεις και η βιοψία.

Η θεραπεία γίνετε με τριπλή αντιφυματική αγωγή και η πηχεοκαρπική τίθεται σε νάρθηκα. Σε περίπτωση καταστροφής της άρθρωσης γίνετε συνέχιση της αντιφυματικής αγωγής και αρθρόδεση.

Αρθρίτιδες πηχεοκαρπικής

Ρευματοειδής αρθρίτιδα

Μετά τις μετακαρποφαλαγγικές αρθρώσεις η πηχεοκαρπική αποτελεί την πιο συχνή εντόπιση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Τα κύρια συμπτώματα είναι σταδιακά πόνος, οίδημα και ευαισθησία. Σε προχωρημένα στάδια η άρθρωση γίνεται ασταθής και παραμορφώνεται.

Η διάγνωση γίνετε με ακτινολογικό έλεγχο, ο οποίος δείχνει οστεοπόρωση και οστικές διαβρώσεις.

Η θεραπεία είναι συστηματική αγωγή με ειδικά αντιρευματικά φάρμακα, τοπική έγχυση κορτιζόνης, υμενεκτομή, αρθρόδεση και αρθροπλαστική.

Οστεοαρθρίτιδα

Η πρωτοπαθής οστεοαρθρίτιδα δεν είναι τόσο συνηθισμένη, αντίθετα η δευτεροπαθής είναι κυρίως αποτέλεσμα τραύματος ή της νόσου του Kienbock (άσηπτη νέκρωση του μηνοειδούς). Ο ασθενής μπορεί να έχει ξεχάσει την κάκωση αλλά μερικά χρόνια αργότερα παραπονείται για πόνο και προοδευτική απώλεια της κινητικότητας και αδυναμία της σύλληψης.

Η διάγνωση γίνεται με ακτινογραφίες όπου τα χαρακτηριστικά ευρήματα είναι στένωση του μεσάρθριου διαστήματος, υποχόνδρια σκλήρυνση και ανωμαλία ενός ή περισσοτέρων οστών του εγγύς στοίχου του καρπού…Επίσης ανευρίσκονται στοιχεία παλαιάς κάκωσης.

Η θεραπεία περιλαμβάνει ανάπαυση, νάρθηκες από πολυπροπυλαίνιο, αντιφλεγμονώδη και αναλγητικά φάρμακα. Στην ψευδάρθρωση σκαφοειδούς γίνετε χειρουργική αποκατάσταση του σκαφοειδούς και σε παραμελημένες περιπτώσεις μερική ή ολική αρθρόδεση του καρπού.

Καρπομετακάρπια οστεοαρθρίτιδα

Η οστεοαρθρίτιδα της καρπομετακάρπιας άρθρωσης του αντίχειρα είναι συχνή σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Ο ασθενής παραπονείται για πόνο και οίδημα στη βάση του πρώτου μετακαρπίου, και κατά την κλινική εξέταση αναδεικνύει ότι η ευαισθησία εντοπίζεται ακριβώς στην καρπομετακάρπια άρθρωση. Η κατάσταση συχνά είναι αμφοτερόπλευρη.

Η διάγνωση γίνετε από την κλινική εξέταση και από τον ακτινολογικό έλεγχο (οστεοφύτα).

Η θεραπεία αρχικά είναι τοπική έγχυση κορτικοστεροειδών και σε αποτυχία αυτής γίνετε χειρουργική θεραπεία η οποία ανάλογα με την περίπτωση μπορεί να είναι αρθρόδεση, ολική αρθροπλαστική ή μερική αρθροπλαστική μαλακών μορίων με εκτομή του μείζονος πολυγώνου..

Νόσος του Kienbock

Μετά από κάκωση, καταπόνηση ή μικροκακώσεις το μηνοειδές οστούν μπορεί να αναπτύξει ίσχαιμο νέκρωση. Ο ασθενής συνήθως είναι νέος ενήλικας, παραπονείται για ήπιο πόνο και δυσκαμψία.

Η διάγνωση τίθεται από το ιστορικό και απεικονιστικά. Τα πρώιμα σημεία της οστεονέκρωσης μπορούν να ανιχνευθούν μόνο με MRI. Αργότερα όταν εγκατασταθεί η νόσος τότε τα τυπικά ακτινολογικά ευρήματα είναι: αυξημένη πυκνότητα του μηνοειδούς, αποπλάτυνση και καθήλωση του οστού, όψιμα μπορεί να παρατηρηθούν σημεία οστεοαρθρίτιδας του καρπού.

Θεραπεία: κατά την πρώιμη φάση σε ακέραιο μηνοειδές γίνεται οστεοτομία του περιφερικού άκρου της κερκίδας. Επίσης μπορεί να γίνει μικροχειρουργική επαναγγείωση του οστού. Σε προχωρημένη αρθρίτιδα γίνετε μερική αρθρόδεση του καρπού.

Ρήξη του τρίγωνου ινοχόνδρινου συμπλέγματος

Το σύμπλεγμα αυτό ή αλλιώς ‘τρίγωνος χόνδρος’ εκτείνεται από τη βάση της στυλοειδούς απόφυσης της ωλένης έως την έσω παρυφή της περιφερικής κερκίδος με δράση ανάλογη του μηνίσκου στην άρθρωση της πηχεοκαρπικής.

Το χρόνιο άλγος στον καρπό μπορεί να σχετίζεται με παλαιά κάκωση – διάστρεμμα της πηχεοκαρπικής, κατά την οποία δεν δόθηκε η δέουσα σημασία. Τα κυριότερα συμπτώματα είναι ο πόνος αναπήδησης στην πηχεοκαρπική και η αδυναμία σύλληψης.

Η διάγνωση τίθεται με βάση το ιστορικό, την MRI και την αρθροσκόπηση.

Η θεραπεία είναι αρθροσκοπική αφαίρεση των οστεοφύτων και των υπολειμμάτων του τρίγωνου χόνδρου.

Χρόνια αστάθεια του καρπού

Η πηχεοκαρπική λειτουργεί σαν ένα σύστημα αλληλένδετων τμημάτων που σταθεροποιούνται από συνδέσμους και από το σκαφοειδές το οποίο γεφυρώνει τους δύο στοίχους των οστών του καρπού. Μετά από τραυματισμό η δομή αυτή μπορεί να υποστεί μερική καθίζηση. Αργότερα ο ασθενής προσέρχεται με προοδευτικό πόνο και αδυναμία του καρπού.

Η διάγνωση γίνεται με ακτινολογικό έλεγχο, CT, MRI. Μπορεί να υπάρχουν ευρήματα νόσου του Kienbock και οστεοαρθρίτιδα.

Θεραπεία: μέγιστη σημασία έχει η σωστή εκτίμηση των διαστρεμμάτων του καρπού. Η παρεκτόπιση των οστών του καρπού πρέπει να ανατάσσεται αρχικά με γύψο και 2 βελόνες K-wire. Ο ασθενής με χρόνια αστάθεια αντιμετωπίζεται με νάρθηκα, Φ.Α, μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα και εγχύσεις κορτικοστεροειδών. Η χειρουργική θεραπεία ενδείκνυται σε παραμελημένες καταστάσεις με έντονο πρόβλημα (άλγος, αστάθεια, λειτουργική αδυναμία καρπού) και περιλαμβάνει μερική αρθρόδεση του καρπού, η λεγόμενη ‘four corner’ αρθρόδεση.

Τενοντοελυτρίτιδες – Νόσος του De Quervain

Τενοντοελυτρίτιδες

Ο ραχιαίος σύνδεσμος των εκτεινόντων περιέχει έξι διαμερίσματα που μεταφέρουν τένοντες καλυπτόμενους από υμενικά έλυτρα. Συνήθως προσβάλλονται τα πρώτα δύο διαμερίσματα.

Η τενοντοελυτρίτιδα μπορεί να προκληθεί από ασυνήθεις δραστηριότητες ή κινήσεις, από υπέρχρηση ή από επαναλαμβανόμενους μικροτραυματισμούς.

Η θεραπεία αποτελείται από μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, ανάπαυση και έγχυση κορτικοστεροειδών.

Νόσος του DeQuervain

η στενωτική τενοντοελυτρίτιδα του πρώτου ραχιαίου διαμερίσματος παρατηρείται κυρίως σε γυναίκες ηλικίας 30-50 ετών. Μπορεί να υπάρχει ιστορικό ασταθούς δραστηριότητας ή υπέρχρηση (κλάδεμα φυτών, χρήση ψαλιδιού και στύψιμο ρούχων).

Η κλινική εικόνα περιλαμβάνει πόνο και οίδημα. Ψηλαφητά το έλυτρο είναι πεπαχημένο και υπάρχει ευαισθησία στην στυλοειδή απόφυση της κερκίδος. Παθογνωμονικό σημείο είναι η δοκιμασία Finkelstein: κρατάμε τον αντίχειρα σε κάμψη μέσα στην παλάμη και στη συνέχεια στρέφουμε τον καρπό σε ωλένια απόκλιση και παρουσιάζεται ένας έντονος πόνος στην στυλοειδή απόφυση της κερκίδος.

Η θεραπεία είναι με ΜΣΑΦ, κηδεμόνα- νάρθηκα, Φ.Α, κορτικοστεροειδή και όταν δεν υποχωρήσουν τα συμπτώματα γίνεται χειρουργική επέμβαση. Γίνεται χειρουργική διάνοιξη του ελύτρου, απελευθέρωση του μακρού απαγωγού του αντίχειρα και του βραχέος εκτείνοντα του αντίχειρα. Πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην αποφυγή βλάβης του ραχιαίου αισθητικού κλάδου του κερκιδικού νεύρου.

Γάγγλιο

Εντοπίζεται συχνά στην ραχιαία επιφάνεια του καρπού, και προέρχεται από κυστική εκφύλιση του αρθρικού θύλακου. Ο ασθενής είναι συνήθως νεαρός και η διόγκωση είναι συνήθως ανώδυνη.

Θεραπεία: Εάν το γάγγλιο είναι ασυμπτωματικό τότε δεν υπάρχει λόγος άμεσης παρέμβασης. Αντίθετα αν το γάγγλιο προκαλεί ενοχλήσεις τότε γίνετε χειρουργική εκτομή.

Ο ασθενής πρέπει να προειδοποιηθεί ότι υπάρχει πιθανότητα υποτροπής 30-40% έστω και αν το γάγγλιο έχει αφαιρεθεί προσεκτικά.

Σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα

Πρόκειται για το γνωστότερο από τα σύνδρομα παγίδευσης περιφερικού νεύρου. Στον φυσιολογικό καρπιαίο σωλήνα υπάρχει αρκετός χώρος για το μέσο νεύρο και τους τένοντες αλλά σε περιπτώσεις οπού έχουμε μια χωροκατακτητική βλάβη ή τραυματισμό ή οίδημα μπορεί να πιεστεί το μέσο νεύρο και να προκληθεί ισχαιμία. Συνήθως το αίτιο είναι άγνωστο. Το σύνδρομο προσβάλλει συνήθως γυναίκες 40-60 ετών με συνοδό ρευματοειδή αρθρίτιδα.

Κλινική εικόνα: ιστορικό: πόνος και ευαισθησία- παραισθησία στην κατανομή του μέσου νεύρου. Νυχτερινή έγερση, καυσαλγία, υπαισθησία, αιμωδίες. Συνηθισμένα περιστατικά είναι η πτώση των ποτηριών και των πιάτων κατά την πλύση τους.

Το παθογνωμονικό σημείο είναι η δοκιμασία Tinel: κρούση του νεύρου άνωθεν του καρπού και αναπαραγωγή των συμπτωμάτων. Επίσης υπάρχει και το σημείο Phalen: αναπαραγωγή των συμπτωμάτων με 2 λεπτά κάμψη της πηχεοκαρπικής.

Σε προχωρημένες περιπτώσεις υπάρχει ατροφία του θέναρος (τμήματος των μυών της παλάμης) και αδυναμία απαγωγής του αντίχειρα.

Στο ηλεκτρομυογράφημα παρουσιάζεται μείωση της ΚΤΑ, ΑΤΑ.

Η διαφοροδιάγνωση γίνετε με την αυχενική σπονδύλωση και την σκλήρυνση κατά πλάκας.

Θεραπεία: ο νάρθηκας και τα κορτικοστεροειδή έχουν πτωχά αποτελέσματα. Η ανοικτή χειρουργική διάνοιξη είναι η θεραπεία εκλογής με απελευθέρωση του μέσου νεύρου και επινευρόλυση. Ιδιαίτερη σημασία και προσοχή πρέπει να δοθεί για να μην τραυματισθεί το μέσο νεύρο, οι αισθητικοί και οι κινητικοί κλάδοι.

Η ενδοσκοπική διάνοιξη προσφέρει γρηγορότερη αποκατάσταση αλλά έχει επιπλοκές (τραυματισμό των κινητικών κλάδων).